Ίσως δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι το Ηράκλειο κινδυνεύει να γίνει μια πόλη αφόρητη για όσους την κατοικούν. Ακόμη και όσοι πιστεύουν ότι το Ηράκλειο έχει καταστραφεί τόσο, ώστε η κατάστασή του να είναι μη αναστρέψιμη, ίσως δεν έχουν αντιληφθεί τους κινδύνους από την υλοποίηση των όρων δόμησης που ισχύουν σήμερα. Ίσως δεν έχουν αντιληφθεί ότι τα μέτρα που προτείνονται από την Γ΄φάση της μελέτης για το ιστορικό κέντρο, όχι μόνο δεν συνιστούν δραστικές αλλαγές μιας πραγματικής ανάπλασης αλλά δεν είναι καν ανεκτά για μια σύγχρονη πόλη.
Ο πληθυσμός της Παλιάς Πόλης
Σήμερα, σύμφωνα με τη Μελέτη της Παλιάς Πόλης (Γ’ φάση), ο πληθυσμός είναι 16.540 άτομα.[1] Όμως, οι συντελεστές δόμησης που ιχύουν, αν υλοποιηθούν στο 100%, οδηγούν σε μια πόλη, 37.658 κατοίκων! Με τις προτάσεις της Μελέτης για μείωση των συντελεστών δόμησης ο αριθμός αυτός μειώνεται σε 33.080. Θα ήθελε κανείς να δει το ιστορικό κέντρο του Ηρακλείου διπλασιασμένο σε πυκνότητα;
Ο αριθμός αυτός, συνεπάγεται διπλή υποχρέωση σε κοινωφελείς και κοινόχρηστους χώρους και πολλαπλάσια προβλήματα σε σχέση με την κυκλοφορία και τη στάθμευση. Για να βρεθούν αυτοί οι χώροι θυσιάζονται, για άλλη μια φορά, μικρά οικόπεδα και μέρος του πολεοδομικού ιστού που, κατά τ’ άλλα, η μελέτη έχει ως σκοπό να αναδείξει.
Οι συντελεστές δόμησης
Μέχρι το 1979, -που η εντός τειχών πόλη απέκτησε με διάταγμα τους συντελεστές δόμησης 2,8 και 1,8- στο μεγαλύτερο τμήμα της πόλης επιτρεπόταν κτίσματα 4 ορόφων και ύψους 14 μ. και στο νότιο, νοτιοδυτικό και δυτικό τμήμα της 3 ορόφων και ύψους 11 μ.[2] Μπορούσαν δηλαδή με τη δυνατότητα κάλυψης που έδινε ο ΓΟΚ του 1973 να υλοποιήσουν στις περιοχές τετραορόφων Σ.Δ. 2,8 έως 3,4 και στις πριοχές τριορόφων Σ.Δ. από 2,1 έως 2,55
Ένα σοβαρό ερώτημα που τίθεται είναι εάν υλοποιήθηκαν ποτέ αυτοί οι συντελεστές δόμησης. Η απάντηση είναι όχι. Για την περίοδο μέχρι το 1967, απαντά η επιτόπια έρευνα του καθηγητή Αριστομένη Προβελέγγιου (ΡΣΗ σχ. 47) που δείχνει πολύ μικρό ποσοστό τριόροφων & άνω οικοδομών και αυτό μόνο στην περιοχή που περικλείεται από τον εσωτερικό δακτύλιο της πόλης. Το 1979, στη μελέτη Λουκάκη (σχ. Β4, – παλαιότητα κατασκευών) απεικονίζονται στο εντός τειχών τμήμα της πόλης ελάχιστες οικοδομές με ηλικία 1-14 ετών και πάμπολες τέτοιες στο εκτός τειχών τμήμα. Κι αυτό, ενώ είχε μεσολαβήσει η σκανδαλώδης ρύθμιση του +1 ορόφου του Παττακού, με αποτέλεσμα να βγαίνει το συμπέρασμα ότι της ρύθμισης αυτής επωφελήθηκαν κυρίως όσοι οικοδόμησαν στο εκτός τειχών τμήμα της πόλης, όπου είχε μεταφερθεί ήδη η οικοδομική δραστηριότητα..
Μελέτη Λουκάκη σχ. Β4, – παλαιότητα κατασκευών
Μέχρι και το 1979 λοιπόν, το εντός τειχών τμήμα διατηρούσε τις παλιές οικοδομές του ηλικίας 15 – 40 και άνω ετών, αντιστεκόμενο στην εφαρμογή του σχεδίου πόλης ’36 – ’58 που ρυμοτομούσε το σύνολο των ιδιοκτησιών, και αυτές στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν ήταν άλλο από ισόγειες και διόροφες.
Αβίαστα βγαίνει έτσι το συμπέρασμα ότι η θύελλα που ξέσπασε στην πόλη το 1979 για τη μείωση των συντελεστων δόμησης από τη ρύθμιση Μάνου, δεν ήταν για να υπερασπιστεί η πόλη το κτιριακό της απόθεμα αλλά για να υπερασπιστεί το δικαίωμά της να το αποκτήσει! Κάτι ανάλογο έγινε και σήμερα, μετά από τη λήξη της αναστολής οικοδομικών εργασιών, σε συνδυασμό με μια απίστευτη κινητικότητα, πρωτόγνωρη για την παλιά πόλη, να προλάβει να κτίσει νέες οικοδομές για να «εδραιώσει» το επιχείρημα ότι ενδεχόμενη μείωση των συντελεστών δόμησης θα φέρει την καταστροφή!
Αβίαστα βγαίνει και το συμπέρασμα ότι το επιχείρημα ότι «θα παλιώνουν τα κτίρια και δε θα υπάρχει κίνητρο για να αντικατασταθούν με νέα» αφορά λίγα μόνο, και κυρίως νεώτερα του 1980 κτίρια. Πόσα είναι αυτά σήμερα; Η μελέτη Πανταζή (Γ’ Φάση, σελ. 37) αναφέρεται συνολικά σε 250 οικοδομές με περισσότερους από 4 ορόφους στην περιοχή του συντελεστή 2,8, το 20% της περιοχής και 350 οικοδομές με πρισσότερους των 3 ορόφων στην περιοχή του συντελεστή 1,8, δηλαδή ποσοστό μικρότερο από το 20% αφού η περιοχή αυτή είναι ευρύτερη.
Το παραπάνω επιχείρημα περί αντικινήτρων, αγνοεί προκλητικά την μεγάλη πλειοψηφία των παλιότερων κτιρίων που παλιώνουν εδώ και δεκαετίες τελώντας σε απόλυτη ομηρία από το ρυμοτομικό σχέδο του ’36 – ’58, αφού, ως ρυμοτομούμενα, δεν είχαν καν τη δυνατότητα να συντηρηθούν με νόμιμη οικοδομική άδεια. Για τα κτίρια αυτά του 80% της πόλης, 70 χρόνια τώρα, λειτουργούν στην πραγματικότητα τα απόλυτα αντικίνητρα. Και θα συνεχίσουν να λειτουργούν αντικίνητρα αν, με στόχο τη διατήρηση των υψηλών συντελεστών που οδηγεί σε αύξηση των κοινόχρηστων χώρων και με μέτρο τη μείωση της κάλυψης των οικοπέδων, ελάχιστα απ΄ αυτά θα μπορέσουν να συντηρηθούν ή να ξανακτιστούν.
Ένα μικρό οικόπεδο 60-100 τετρ. μ. και τέτοια είναι τα περισσότερα, ακόμα κι αν δε ρυμοτομείται, πως αλήθεια θα κτιστεί ως τετραώροφο με κάλυψη 65%, όπως προτείνεται; Τι χώρο θα διαθέσει για κλιμακοστάσιο και ασανσέρ; Θα κτιστεί χωρίς αυτά; Μήπως μοναδική του επιλογή θα είναι να συνενωθεί με τα διπλανά του, όπως αναγκαζόταν και μέχρι σήμερα; Μήπως είναι αυτά τα κτίρια που θα συνεχίσουν να παλιώνουν;
Τα τελευταία χρόνια, μετά από την απελευθέρωση των υψών από τον ΓΟΚ του 1985, είδαμε να κτίζονται πολυώροφα κτίρια, που επέλεξαν να μειώσουν την κάλυψη για να αναπτυχθούν σε ύψος, σε περιοχές όπου το πλάτος των δρόμων και των κοινόχρηστων χώρων το επέτρεπαν (Πλαστήρα, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, Παραλιακή κλπ.). Τα κτίρια αυτά και οι δρόμοι δημιούργησαν ένα διπλό κλοιό, εγκλωβίζοντας τα εσωτερικά τετράγωνα, αποξενώνοντάς τα από τους ελέυθερους χώρους των τειχών και υποβαθμίζοντας με το ύψος τους το ίδιο το μνημείο. Αυτό το πρότυπο ζητούμε να διασφαλίσουμε και να διαιωνίσουμε;
Οι χρήσεις γης
Αντιδράσεις φαίνεται να προκαλούνται και από τον καθορισμό των χρήσεων γης.
Από το 1987 υπάρχει με διάταγμα η υποχρέωση των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων να καθορίζουν συγκεκριμένη σύνθεση χρήσεων γης για κάθε περιοχή της πόλης Η υποχρέωση αυτή επεκτείνεται σήμερα στη συνολική έκταση κάθε Δήμου και αποτελεί το μοναδικό εργαλείο επίλυσης του ζητήματος των συγκρούσεων χρήσεων γης που δημιουργεί δυσλειτουργίες στην άσκηση όλων των παραγωγικών δραστηριοτήτων και στην ποιότητα ζωής.
Από την πολεοδομική μελέτη είναι δυνατόν ορισμένες από τις χρήσεις γης που επιτρέπονται, να απαγορεύονται ή να επιτρέπονται με όρους και προϋποθέσεις ή να αφορούν τμήματα οικοδομικών τετραγώνων ή οικοπέδων ή και ορόφους κτιρίων. Η ρύθμιση αυτή μπορεί να καλύψει σημειακά προβλήματα που δημιουργούνται και που προβάλλονται ως άλυτα.
Το μεγάλο πρόβλημα των ιστορικών κέντρων είναι η σταδιακή εξάπλωση και κυριαρχία λειτουργιών όπως οι διοικητικές, οι εμπορικές και οι αναψυχής.
Για το κέντρο του Ηρακλείου, από στοιχεία της μελέτης Πανταζή (Γ’ φάση, σελ. 31) προκύπτει ότι στις υπηρεσίες απασχολούνται 1100 υπάλληλοι και δέχονται ημερησίως 6200 επισκέπετες.
Οι εμπορικές επιχειρήσεις ζητούν την απαγόρευση δημιουργίας πολυκαταστημάτων για να επιβιώσουν και οι κάτοικοι ζητούν τον έλεγχο της ανησυχητικής εξάπλωσης των καταστημάτων αναψυχής για να κυκλοφορήσουν και να απαλλαγούν από το θόρυβο.
Σε οποιαδήποτε σύγχρονη πόλη αυτά πρέπει και μπορούν να ρυθμίζονται μέσα από την εφορμογή μέτρων για τις χρήσεις γης. Σε ένα κέντρο πόλης οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν ζωτική ανάγκη για να διατηρηθεί η ζωντάνια, μέρα και νύχτα, και διασφαλίζουν προϋποθέσεις για την παραμονή της χρήσης της κατοικίας.
Συμπερασματικά, σήμερα δεν καλούμαστε να τοποθετηθούμε για το στήσιμο ενός σκηνικού στην παλιά πόλη, αλλά για το αν θα δημιουργήσουμε, έστω και τώρα, τους όρους ανάπτυξης μιας σύγχρονης πόλης, με αναφορές και σεβασμό στο παρελθόν της, ή αν θα υποχωρήσουμε, για μια ακόμη φορά, σε πιέσεις μιας μειοψηφίας συμφερόντων που εμποδίζει αυτή την πορεία.
Γι αυτό, κλείνοντας, επαναφέρουμε το ερώτημα: θέλουμε να αφήσουμε την πυκνότητα να αυξάνεται δημιουργώντας ένα κέντρο πόλης που δεν υπήρξε ποτέ μέχρι σήμερα;
Θέλουμε να διατηρήσουμε την κυρίαρχη ανθρώπινη κλίμακα; Να ελευθερώσουμε το επί δεκαετίες δεσμευμένο 80% της πόλης; Να δημιουργήσουμε μια πόλη που ανασαίνει;
Θέλουμε να αποσυμφορήσουμε το κέντρο της πόλης από διοικητικές λειτουργίες που δεν της αναλογούν, μεταφέροντας όσες από αυτές χρειάζεται στο ανατολικό και δυτικό πολεοδομικό κέντρο, και να ελέγξουμε την εξάπλωση των εμπορικών δραστηριοτήτων, της αναψυχής, της κυκλοφορίας και του θορύβου;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι κρίσιμες και αποτελούν τη βασική προϋπόθεση για ν΄ανοίξει μια σοβαρή κουβέντα για το πως θα το επιτύχουμε.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πατρίς» στις 19 Μαίου 2009
http://www.patris.gr/articles/157245
και στην ιστοσελίδα:
http://www.ecocrete.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=6033&Itemid=42
[1] Το 1881 το Ηράκλειο είχε 21.000 κατοίκους και το 1913, 25.000. Μόνο το 1928, με την έλευση των προσφύγων, ο αριθμός έφτασε στις 40.000 ή και 45.000. Το 1961 στην εντός τειχών πόλη κατοικούσαν 20.456 κάτοικοι και η πυκνότητα του πληθυσμού ήταν από 100 έως 250 & άνω ατόμων ανά εκτάριο (Έρευνα Προβελέγγιου – Ρυθμιστικό Σχέδιο Ηρακλείου 1967 σχ. 42)
Από τη μελέτη Ηράκλειο: Οργάνωση Οικιστικής Περιοχής (1979), γνωστή ως μελέτη Λουκάκη, οριζόταν ως προγραμματικό μέγεθος για την παλιά πόλη, πληθυσμός 20.000 κατοίκων. (σχ. Ε2, 1980) Μειωμένοι συντελεστές δόμησης είχαν προταθεί και από τη μελέτη ΓΠΣ Χουρδάκη, που εγκρίθηκε το 1988.
[2]Τα οικόπεδα μέχρι το 1979 κτιζόταν με βάση τον αριθμό των ορόφων και το ύψος. Η επιτρεπόμενη κάλυψη που τέθηκε από τον ΓΟΚ του 1973 ήταν 70% και 80 % για τα γωνιακά οικόπεδα και 80% και 85% για τα οικόπεδα κάτω των 100 τετρ. μέτρων.