Ο Ελληνικός δρόμος άρνησης του πολεοδομικού σχεδιασμού

Exofilo1

Το παράδειγμα του Ηρακλείου

Εισαγωγή

Στην Ελλάδα έχει αποθεωθεί η λογική της άρνησης του κράτους να εφαρμόσει περιοριστικές ρυθμίσεις για το δομημένο χώρο και το φυσικό περιβάλλον. Αυτό σχετίζεται καθοριστικά με το πρότυπο ανάπτυξης της χώρας και ένα κοινωνικό συμβόλαιο που βασίζεται στην αποδοχή της έλλειψης ενός κράτους – θεματοφύλακα των κοινών και του δημόσιου συμφέροντος,  με αντάλλαγμα την ελευθερία ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας χωρίς κανένα περιορισμό που θα προέκυπτε από σχεδιασμό οποιασδήποτε κλίμακας. Αυτό ισχύει είτε για τον μεμονωμένο οικιστή είτε για τη μεγάλη επένδυση, με αποτέλεσμα την άναρχη οικιστική ανάπτυξη.

Η αναρχία αυτή σήμερα αξιολογείται και θετικά λόγω της μίξης των χρήσεων και των κοινωνικών ομάδων. Είχε όμως ως αποτέλεσμα δραματικές ελλείψεις σε δημόσιους χώρους και μη αναστρέψιμες καταστροφές ιστορικών κέντρων και πυρήνων οικισμών στο δομημένο περιβάλλον και ακτών, τοπίων και κάθε είδους ευαίσθητων οικοσυστημάτων στο φυσικό περιβάλλον. Όλα τα παραπάνω στοιχεία της φυσιογνωμίας του δομημένου του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος, αποτελούν συνάμα και κοινούς, συλλογικούς πόρους. Οι πόροι αυτοί απεμπολούνται για εξυπηρέτηση μικρών και μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων, σε μια διαδικασία που διαλύει εν τέλει  τον κοινωνικό ιστό και την ιστορικά διαμορφωμένη συλλογική συνείδηση, εξασφαλίζοντας συναίνεση μέσω της συνενοχής.

Εδώ και δεκαετίες η πολεοδομία του μοντέρνου, εν τέλει ο σχεδιασμός του χώρου, δέχονται μια  μεγάλη επίθεση. Η αμφισβήτηση του σχεδιασμού σε παγκόσμιο επίπεδο συνέβαλε στην Ελλάδα να κρυφτεί κάτω από το χαλί η ακραία στάση αποφυγής σχεδιασμού που προηγείται και δεσμεύει αντί να νομιμοποιεί τις εξελίξεις στο χώρο, από όλες τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Αυτό ισχύει τόσο για τις κανονιστικού χαρακτήρα παρεμβάσεις, όσο και για το σχεδιασμό στρατηγικού χαρακτήρα και το συντονισμό ανάμεσα σε πολιτικές που έχουν χωρικές επιπτώσεις.

Με την άναρχη οικιστική ανάπτυξη να βρίσκεται στον αντίποδα του σχεδιασμού, η κριτική που γίνεται στις αρχές του πολεοδομικού σχεδιασμού του μοντέρνου κινήματος για τις ελληνικές πόλεις για ειδικά για το Ηράκλειο δεν έχει νόημα.

Ωστόσο, τα ρυμοτομικά σχέδια του μεσοπολέμου και των πρώτων δεκαετιών μετά τον πόλεμο συνέβαλαν δραματικά σε καταστροφές της αρχιτεκτονικής και του πολεοδομικού ιστού των ιστορικών κέντρων των ελληνικών πόλεων, παρά το γεγονός ότι η ανάγκη προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και των ιστορικών κέντρων είχε αναδειχθεί στην Ευρώπη προγενέστερα.

Για τις καταστροφές αυτές τον κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν οι ανάγκες «εκσυγχρονισμού» σε συνδυασμό με τις αξίες χρήσης της γης και όχι οι αρχές του πολεοδομικού σχεδιασμού, που, ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν στα ρυμοτομικά αυτά σχέδια.

Ο πολεοδομικός σχεδιασμός στο Ηράκλειο

Στο Ηράκλειο, ο σχεδιασμός περιορίστηκε κατά το μεσοπόλεμο (1936) σε ένα σχέδιο πόλης απλής χάραξης οικοδομικών τετραγώνων που, διαλύοντας τον πολεοδομικό ιστό, επέφερε δραματικές αλλαγές, χωρίς να προσφέρει τα πλεονεκτήματα των αρχών του μοντέρνου κινήματος. (Σχέδιο 1)

Σχέδιο 1: Το σχέδιο του 1936 ρυμοτομούσε σχεδόν το σύνολο των κτισμάτων της πόλης

 sh1_Rumotomiseis36
Προσέγγιση – σύγκριση σχεδίου πόλης 1936 (εντός τειχών) με σχέδιο του 1930 της αρχιτέκτονος Χρυσ. Τζομπανάκη,  ΤΕΕ/ΤΑΚ, 2000,  Το Ηράκλειο εντός των τειχών, σελ. 121, από τον αρχιτέκτονα Γιάννη Πετράκη, 2006

«… το Ηράκλειο απέκτησε ρυμοτομικό σχέδιο που ουσιαστικά διέλυε τη συνοχή του ιστορικού του κέντρου, νομιμοποιούσε ως άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα έως και 15 μ2 και θεωρούσε ως μη υπάρχουσα την έννοια του μνημείου, κυρίως δε του μνημείου των νεωτέρων χρόνων. Η κυρίαρχη φιλοσοφία του ήταν αποκλειστικά η διάνοιξη δρόμων και η αύξηση της «χωρητικότητας» της εντός τειχών πόλης, μέσα στην οποία έπρεπε να πιεστούν, για να μπορέσουν να περιληφθούν, όλες οι λειτουργίες της».[1]

«Εκτός των τειχών το σχέδιο αδιαφορεί για τους αυθαίρετους προσφυγικούς οικισμούς που είχαν ήδη αναπτυχθεί. Σχεδιάζει πάνω σ΄αυτούς μεγαλοπρεπείς δρόμους χωρίς να προτείνει λύση στο πρόβλημα. Τα σχέδια αυτά ευτυχώς δεν υλοποιήθηκαν. Χαρακτηριστική είναι και η στάση της πολιτείας για τους οργανωμένους προσφυγικούς οικισμούς με την επιλογή της να τοποθετήσει τον αερολιμένα της πόλης και τις φυλακές πολύ κοντά σ΄αυτούς».[2]

Οι τροποποιήσεις του σχεδίου πόλης του 1936 που επιχειρήθηκαν το 1946 για να συμπεριληφθούν τελικά στο σχέδιο πόλης του 1958 συνάντησαν μεγάλες αντιδράσεις όπως προκύπτει από δημοσιεύματα του τοπικού τύπου της εποχής εξ αιτίας των εκτεταμένων ρυμοτομήσεων.[3] Τις πολεοδομικές αρχές του μοντέρνου κινήματος δεν υπηρέτησε ούτε το σχέδιο πόλης του 1958, με τις νέες επεκτάσεις, αφού ήταν κι αυτό ένα απλό ρυμοτομικό σχέδιο. Το σχέδιο αυτό μέχρι και σήμερα δεν έχει εφαρμοστεί πλήρως. Οι διανοίξεις δρόμων περιμένουν τις πράξεις αναλογισμού και οι λιγοστοί δημόσιοι χώροι την εξεύρεση πόρων για αποζημιώσεις, που έχουν καταστεί υπέρογκες λόγω της αύξησης της αξίας γης, με αποτέλεσμα να χάνονται ο ένας μετά τον άλλο.

Η ΕΠΑ, με το «μεταβατικό» Ν. 1337/83, δεν μπόρεσε να λειτουργήσει καν ως μηχανισμός ένταξης περιοχών αυθαιρέτων στον πολεοδομικό σχεδιασμό, εξ αιτίας των καθυστερήσεων στην έγκριση των σχεδίων σε συνδυασμό με την ανοχή της πολιτείας στην αυθαίρετη δόμηση. Στις πυκνοδομημένες περιοχές αυθαίρετης δόμησης αποδείχθηκε αδύνατη η λειτουργία της εισφοράς σε γη και η εφαρμογή των ελάχιστων προδιαγραφών για κοινόχρηστους χώρους, ενώ παράλληλα σε όλες τις περιοχές τα  δεδομένα του ΓΠΣ του 1988 (1992), απλά δεν εφαρμόστηκαν.

Η ραγδαία αστικοποίηση όμως δεν περίμενε τον πολεοδομικό σχεδιασμό. (Σχέδιο 2), (Σχέδιο 3)

«Σήμερα στο Ηράκλειο το μεγαλύτερο μέρος των οικιστικών περιοχών έχουν αναπτυχθεί αυθαίρετα… Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 30.000 αυθαίρετες οικοδομές στο Ν. Ηρακλείου και οι περισσότερες απ’ αυτές βρίσκονται στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Ηρακλείου».[4]

Σχέδιο 2: Το 1967 δεν είχε ακόμη κορεστεί το σχέδιο πόλης του 1958 και η οικιστική ανάπτυξη δεν είχε επεκταθεί στην εκτός σχεδίου δόμηση.

 sh2_RSH_65_1965_Palaiotita
Μελέτη «Ρυθμιστικόν Σχέδιον Ηρακλείου», Προβελέγγιος Αρ., σχ. 46 (απόσπασμα), παλαιότητα οικοδομών, Υπ. Συντονισμού, Υ.Π.Α.Κ, 1967.Με το πιο σκούρο χρώμα φαίνονται τα κτίρια ηλικίας 1-10 ετών και με διαγράμμιση τα κτίρια 25 ετών και άνω.

Σχέδιο 3: Το 1979 η οικιστική ανάπτυξη είχε ήδη υπερβεί το σχέδιο πόλης του 1958.

 sh3_OOP_B4_1978_Palaiotita
Μελέτη «Οργάνωση οικιστικής περιοχής Π.Σ. Ηρακλείου», Δ. Κονταργύρης – Α. Λαμπάκης και Σια Ο.Ε., Συντονιστής Μελέτης Π.Λουκάκης , σχ. Β4 (απόσπασμα), παλαιότητα οικοδομών, ΥΧΟΠ, 1979.Με το πιο σκούρο χρώμα φαίνονται τα κτίρια ηλικίας 1-14 ετών και με το πιο ανοικτό τα κτίρια 40 ετών και άνω.

Το Ρυθμιστικό Σχέδιο του  Ηρακλείου του Αριστομένη Προβελέγγιου

Από τις προτάσεις του  Αρ. Προβελέγγιου για το Ρυθμιστικό Σχέδιο του Ηρακλείου (1967)[5], αναδεικνύεται η προσπάθεια εφαρμογής αρχών του μοντέρνου κινήματος μέσα από τη δική του αντίληψη για τη Χάρτα των Αθηνών. Ο ίδιος λέει: « …δεν αποδίδω στη Χάρτα τόση βαρύτητα. Τη διαβάζω και με κουράζει η φρασεολογία της. Δεν τη συλλαμβάνω σαν ένα πράγμα που είναι το ευαγγέλιο ή η αναγκαστική μέθοδος ή το betoncalender μου. Αντίθετα βρίσκω ότι είναι ένα έργο ανακωχής και ανακεφαλαίωσης στον Le Corbusier, για να μπεί σε νέους αγώνες. Είναι μια προετοιμασία για άλλες συναντήσεις».[6] Συνάμα όμως θεωρεί ότι το κείμενο της Χάρτας «είναι μια πράξη διανοουμενίστικη μεν αλλά από άνθρωπο δημιουργό, ανθρωπιστή και καλλιτέχνη» που για να τον πλησιάσουμε «είναι αναγκαία μια άλλη παιδεία των ανθρώπων… μια άλλη συμπεριφορά…». Στη συνέντευξή του που έδωσε το 1987 στο Γ. Σημαιοφορίδη -απ΄όπου και τα παραπάνω αποσπάσματα- τελειώνει διατυπώνοντας «κάτι σαν οφειλή στον Le Corbusier» λέγοντας: «Ίσως και στη μαθητεία μου κοντά του να οφείλω το ότι οι πρώτοι μου αγώνες όταν γυρίζω στην Ελλάδα το 1956-57 στρέφονται προς τη διάσωση του συμβολισμού και της ομορφιάς του περιβάλλοντος, που είναι ένα κοινωνικό και σημειογραφικό βιβλίο. Χωρίς αυτό το ορόσημο, χωρίς αυτή τη σχέση και το σεβασμό της ιστορίας και της φύσης, η κοινωνία από άθλια που είναι θα γίνει πανάθλια. Γιατί η κρίση, αν δεν ανακοπεί, θα είναι φοβερή και θα φέρει μιαν ανατροπή των αξιών, όπου τα κατακάθια και η λάσπη θα υψωθούν σε ανεξέλεγκτες διαστάσεις σήψης, ανηθικότητας, καταστροφής».  

Με τέτοια αντίληψη για την ιστορία, τη φύση και την κοινωνία, ο Προβελέγγιος, αλλά και άλλοι μελετητές που μελέτησαν τη δεκαετία του ΄60 τα πολύ λίγο γνωστά Ρυθμιστικά Σχέδια των τουριστικών περιοχών της Κρήτης, μπόρεσαν να συμπεριλάβουν στις προτάσεις τους και να προάγουν αρχές του πολεοδομικού σχεδιασμού όπως τις αξίες προστασίας και ανάδειξης του πολιτιστικού περιβάλλοντος, του τοπίου και της ταυτότητας των τόπων, τη ζωνοποίηση μόνο ιδιαίτερα οχλουσών χρήσεων, τη θεώρηση της φέρουσας ικανότητας των διαφόρων περιοχών, την ανάγκη ελέγχου της αξίας της γης, την ένταξη των υποδομών στο σχεδιασμό.

Στις 11/6/65 ο Αρ. Προβελέγγιος έδωσε στο Ηράκλειο μια διάλεξη με θέμα: «Προοπτικές και προβλήματα της ανάπτυξης της περιοχής πόλης Ηρακλείου Κρήτης».[7] Από τα αποσπάσματα που παραθέτει στη μελέτη του, φαίνεται πως η κοσμοθεωρία του, όπως αποτυπώνεται στη συλλογή του «Το πνεύμα της πόλης»[8], εξειδικεύεται στην πόλη που είχε έρθει να μελετήσει. Η κοσμοθεωρία του αυτή σύμφωνα με τον ίδιο  «είναι πολύ απλή: επιστημονική γνώση – αγάπη για τον άνθρωπο».[9]

Ο Αρ. Προβελέγγιος το 1967 μελέτησε το Ηράκλειο για 200.000 – 250.000   κατοίκους μέχρι το 2000. (Σχέδιο 4)

Σχέδιο 4: Η μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε: το Ρυθμιστικό Σχέδιο Ηρακλείου

 sh4_RSH791965_Protasi
Μελέτη «Ρυθμιστικόν Σχέδιον Ηρακλείου», Προβελέγγιος Αρ., σχ. 79, πρόταση, Υπ. Συντονισμού, Υ.Π.Α.Κ, 1967

Χωροθέτησε τη βιομηχανική περιοχή με κύριο κριτήριο τους επικρατούντες ανέμους, προβλέποντας βιοτεχνική ζώνη στον άξονα των κεντρικών λειτουργιών, κοντά στις ζώνες κατοικίας. Έδωσε μεγάλη σημασία στην ανάπτυξη ενός μεγάλου λιμανιού, που θα υποστήριζε τις εισαγωγές – εξαγωγές, σε άμεση σχέση με τη βιομηχανική περιοχή, αλλά και τον τουρισμό και πρότεινε την απομάκρυνση του αεροδρομίου.

Χωροθέτησε αρχαιολογικό πάρκο 2.500 στρεμ. από την Κνωσσό μέχρι τη θάλασσα, που διαχώριζε την πόλη από τη βιομηχανική περιοχή, ανεβάζοντας την αναλογία για πράσινο και αναψυχή σε 15,2 μ2 ανά κάτοικο.

Ιεράρχησε το οδικό δίκτυο σε κύριο οδικό άξονα, νοτιότερα του σημερινού Β.Ο.Α.Κ, παράλληλο δρόμο για την εξυπηρέτηση της πόλης, βασικό οδικό δίκτυο της πόλης διαχωρισμένο από το δίκτυο εξυπηρέτησης των συνοικιών, όπου η κυκλοφορία αυτοκινήτων και πεζών θα διαχωριζόταν σε ανεξάρτητα ενιαία δίκτυα δρόμων και πεζοδρόμων.

Οργάνωσε την οικιστική ανάπτυξη σε οικιστικές μονάδες των 60.000 – 70.000 κατοίκων, υποδιαιρούμενες σε μικρότερες γειτονιές, μεταξύ του νέου τουριστικού δρόμου βόρεια και της κύριας οδικής αρτηρίας νότια. Οι κεντρικές λειτουργίες της πόλης, αναπτύσσονται πάνω σε γραμμικό άξονα με κατεύθυνση Ανατολή – Δύση, που σχηματίζει μια ραχοκοκαλιά για τις οικιστικές ενότητες,  εξυπηρετώντας σταδιακά την προς τα δυτικά επέκταση της πόλης. Τοπικά πολεοδομικά κέντρα εξυπηρετούν την κάθε οικιστική ενότητα συνδεδεμένα με τον άξονα κεντρικών λειτουργιών, σε δύο θέσεις του οποίου χωροθετούνται δύο κύρια πολεοδομικά κέντρα, το Δυτικό (διοικητικό) και το Ανατολικό (επιχειρηματικό).

Τις τότε ενταγμένες στο εκτός τειχών σχέδιο πόλης περιοχές, τις έβλεπε ως προβληματικές περιοχές που μπορούσαν να ενταχθούν στο σύστημα των οικιστικών ενοτήτων με προοπτική ανάπλασής τους, έτσι ώστε να οργανωθούν και να εξυπηρετούνται με υποδομές και ελεύθερους χώρους.

Ο Αρ. Προβελέγγιος έδινε μεγάλη σημασία και στην ανάπτυξη του τουρισμού.  Έβλεπε όλη την πόλη να συμμετέχει στη δραστηριότητα αυτή, μέσω του αρχαιολογικού πάρκου της Κνωσού, της Παλιάς Πόλης και των τουριστικών ζωνών, δυτικά και ανατολικά της πόλης. Στην τελευταία ενέτασσε και τις  αθλητικές εγκαταστάσεις. Τη ζώνη από Ρογδιά μέχρι Φόδελε, θεωρούσε κατάλληλη για φυσιολατρικό τουρισμό με προστασία του τοπίου προσβλέποντας σε μια προοπτική τουριστικής ανάπτυξης συνδεδεμένης με «τις ανθρωπιστικές αρχές, πολιτιστικές και θεσμικές ως βασικά  και μόνιμα στοιχεία έλξης».[10]

Η σύγκριση του  Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Ηρακλείου,[11] που ενσωματώνει ότι αποσπασματικά έγινε τις τελευταίες δεκαετίες,  με το Ρυθμιστικό Σχέδιο του ΄67, αποδεικνύει το μέγεθος των προβλημάτων.

Οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης αγνόησαν παντελώς τα Ρυθμιστικά Σχέδια της δεκαετίας του ΄60, παρά το γεγονός ότι από το 1972 υπήρχε πλέον νομικό πλαίσιο, ο Ν. 1262/1972, για να θεσμοθετηθούν. Σήμερα κανείς δε γνωρίζει το έργο της δεκαετίας του ΄60, ενώ θα οφείλαμε τουλάχιστον να το αποτιμήσουμε αντιπαραβάλλοντας στις αρχές που το διέπουν, την αρχή της όλο και μεγαλύτερης αποστασιοποίησης από το σχεδιασμό που υιοθέτησε το πολιτικό σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες

Η βασανιστική εφαρμογή του Ν. 1337/83, λόγω της διαρκούς συναλλαγής της διοίκησης με κάθε μικροϊδιοκτήτη ή μεγαλοϊδιοκτήτη γης και η διαμόρφωση συνείδησης ότι πολεοδομικός σχεδιασμός είναι μόνο η ένταξη εκτάσεων στο σχέδιο πόλης χαρακτηρίζει την περίοδο από τη δεκαετία του ΄70 μέχρι σήμερα. Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με την αντίληψη ότι κάθε κομμάτι γης  στην Ελλάδα είναι οικόπεδο και μάλιστα για οποιαδήποτε χρήση, θέτει σε δοκιμασία και την εφαρμογή του Ν. 2508/97.

Τα προβλήματα του ιστορικού κέντρου του Ηρακλείου

Την εντός τειχών πόλη, ο Αρ. Προβελέγγιος την ενέτασσε  στο Ρυθμιστικό Σχέδιο ως κέντρο της πρώτης οικιστικής μονάδας των 60.000 – 70.000 κατοίκων, που περιελάμβανε και μέρος της εκτός τειχών περιοχής, νότια και ανατολικά απ΄ αυτήν. Τόνιζε ότι το ιστορικό κέντρο έπρεπε να διατηρήσει το χαρακτήρα του, τόσο στις μορφές όσο ιδιαίτερα στις χρήσεις, θεωρώντας το ρόλο του στον τουριστικό και πολιτιστικό τομέα μοναδικό γι αυτό και πρότεινε:[12]

«Ύστερα από την έγκριση του γενικού ρυθμιστικού σχεδίου η μελέτη θα προχωρήσει σε λεπτομερειακή αποτύπωση και ανάλυση της μέσα στα τείχη περιοχής, της οποίας η ιδιομορφία απαιτεί μια σειρά εκτεταμένων μελετών από τις οποίες οι ουσιαστικότερες είναι:

  1. Καθορισμός των μνημείων των οποίων η διατήρηση θεωρείται από αρχαιολογική, ιστορική και πολιτιστική άποψη αναγκαία.
  2. Καθορισμός του χώρου γύρω από το κάθε ένα από αυτά τα μνημεία που θα επιτρέψει την αισθητική και μορφολογική αξιοποίησή του
  3. Εξακρίβωση των περιοχών κατοικίας που διατηρούν αναλλοίωτη την παραδοσιακή διάρθρωση, πολεοδομική και αρχιτεκτονική, σε ευρύτερα σύνολα ή και μικρά τμήματα.
  4. Σύνδεση με συνεχή ροή πεζοδρόμων και πράσινου των μνημείων και διατηρητέων περιοχών κατοικίας που θα επιτρέψει μια άνετη και ολοκληρωμένη βίωση στον κάτοικο και στον επισκέπτη της πόλης.
  5. Ιεράρχηση και ανάπλαση των κοινοτήτων κατοικίας σύμφωνα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της σημερινής κοινωνίας (διάρθρωση μεγεθών και εξοπλισμού)
  6. Αποσυμφόρηση της λειτουργικότητας της πόλης και της πυκνότητάς της από τα εργοστάσια και αποθηκευτικούς χώρους. Σωστή διάρθρωση και χρήση των μη κτισμένων και των απελευθερούμενων χώρων για την εξυπηρέτηση των γενικών λειτουργιών της πόλης.
  7. Οργάνωση του οδικού δικτύου και σαφής διαχωρισμός ενός ελάχιστου απαραίτητου δικτύου κυκλοφορίας αυτοκινήτων και πλήρους δικτύου πεζοδρόμων.
  8. Κατάργηση του Γ.Ο.Κ. και αντικατάσταση με επί μέρους κατάλληλους πολεοδομικούς κανονισμούς».

Το πως ακριβώς θα γίνουν όλα αυτά δεν έχει επιλυθεί ακόμη. Η μελέτη που ανατέθηκε για το σκοπό αυτό,[13] πρώτη μελέτη ανάπλασης με την έννοια του Ν. 2508/97, έχει ήδη απαξιωθεί από τις καθυστερήσεις, την αρνητική στάση της Δημοτικής Αρχής, αλλά και παρανοήσεις σκόπιμες και πραγματικές.

Κάποιες από αυτές είναι:

  • Αμέσως μετά από τη λήξη της παρατεταμένης αναστολής οικοδομικών εργασιών (2004) το πολεοδομικό γραφείο εκδίδει άδειες με βάση το υπό αναθεώρηση σχέδιο του ΄36-΄58. Ο όγκος των φακέλων είναι υπερπολλαπλάσιος των προηγουμένων ετών.
  • Όλοι φοβούνται πιθανή μείωση των συντελεστών δόμησης, με αποτέλεσμα να επιταχύνονται οι καταστροφές. Κανείς δεν εξηγεί ότι η άρση ρυμοτομήσεων για διατήρηση του πολεοδομικού ιστού επιφέρει πραγματική αύξηση των συντελεστών δόμησης που θα πρέπει να εξισορροπηθεί με ονομαστική μείωσή τους.
  • Οι προτάσεις των μελετητών δεσμεύονται από υποδείξεις της δημοτικής αρχής για τήρηση ελάχιστου πλάτους δρόμων, με επιχείρημα τις περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτησίες να ρυμοτομούνται και πάλι και να αναπαράγεται το πρόβλημα που από το 1936 εμπόδιζε την έκδοση νόμιμων οικοδομικών αδειών.
  • Η πρόταση των μελετητών για ενοποίηση ακαλύπτων χώρων -πολεοδομικό εργαλείο του ΓΟΚ του ΄85- προκαλεί αντιδράσεις στο βαθμό να μιλούν κάποιοι για «δήμευση περιουσιών».
  • Η μελέτη επικεντρώνεται σε επιβολή μορφολογικών όρων. Αυτό βρίσκει σύμφωνους όσους προτιμούν ανώδυνες ρυθμίσεις, αλλά βρίσκει αντίθετους σε μεγάλο βαθμό τους αρχιτέκτονες που δίνουν βάρος στην ογκοπλαστική των κτιρίων, ζήτημα πολύ πιο δύσκολο να επιλυθεί με γενικές διατάξεις.
  • Το υπουργείο απαιτεί εξασφάλιση ισοζυγίου ελεύθερων χώρων, κάτι που δεν ζητάει σε περιπτώσεις κηρυγμένων ιστορικών κέντρων, αντιμετωπίζοντας τη μελέτη ως μελέτη αναθεώρησης ρυμοτομικού σχεδίου και όχι ως μελέτη ανάπλασης ιστορικού κέντρου.

Στα προβλήματα αυτά αναμφισβήτητα συμβάλει το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα δεν υπάρχουν προδιαγραφές για τις αναπλάσεις. Οι σχετικές διατάξεις του Ν. 2508/97 παραπέμπουν περισσότερο σε ανασυγκρότηση υποβαθμισμένων περιοχών -κυρίως βιομηχανικών- παρά σε αναπλάσεις ιστορικών κέντρων με διατήρηση του πολεοδομικού ιστού και της ογκοπλαστικής τους. Το ζήτημα αυτό είναι κρίσιμο σήμερα που η έννοια της ανάπλασης έρχεται έντονα στο προσκήνιο για πολλούς και σημαντικούς λόγους.

Η αμφισβήτηση του σχεδιασμού και η ουτοπία

Τα θέματα του σχεδιασμού δεν αμφισβητήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο μόνο εξ αιτίας της κριτικής που ασκήθηκε στις αντιλήψεις του Μοντέρνου Κινήματος. Αμφισβητήθηκαν κυρίως μέσα στη δίνη της παγκοσμιοποίησης που έχει επιφέρει παγκόσμια κοινωνικο-οικονομική αναδιάρθρωση, της γενικής αμφισβήτησης των ιδεολογιών και του ρόλου του κράτους, με το ρόλο του ιδιωτικού τομέα να αναδεικνύεται σε ρυθμιστή κάθε παραμέτρου ζωής. Με αυτή την έννοια, η αμφισβήτηση του σχεδιασμού αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα τραγικό άλλοθι για το μεγάλο κενό που η αμφισβήτηση αυτή δημιούργησε.

Μια τέτοια θεώρηση μάλλον θα έβρισκε σύμφωνο τον Αρ. Προβελέγγιο αφού έλεγε: «Σε τι οφείλεται όμως αυτή η επί δύο δεκαετίες παραπλανητική προπαγάνδα κατά του Le Corbusier και της Χάρτας των Αθηνών, σαν αποδιοπομπαίου τράγου των λαθών του πολεοδομικού μαρασμού, τα οποία αγγίζουν συχνά τα όρια καταστροφής σε πολλές χώρες όπως –και ιδιαίτερα- στην Ελλάδα; Και ακόμα περισσότερο μεγάλο είναι το λάθος και το ψεύδος, αν αναλογισθούμε ότι η Χάρτα των Αθηνών ούτε γνωστή έγνε πλατιά ούτε ποτέ λήφθηκε υπόψη από τις σχολές και από τις αρμόδιες διοικήσεις ή πολιτικές εξουσίες… Έτσι ή αλλιώς ο μηχανισμός της πολεοδομικής – κοινωνικής – πολιτιστικής τραγωδίας είναι άλλος, η μεταπολεμική ανοικοδόμηση που τόσο κατακρίνεται σήμερα (αλλά και συνεχίζεται), είναι η πρακτική ενός σύγχρονου κόσμου, δεν είναι θεωρία. Η καταστροφή του περιβάλλοντος και της γης είναι πολλαπλό σκάνδαλο, που αφορά τους νόμους της ιδιοποίησης της γης, της παραγωγής και των αδέσποτων δυνάμεων της κοινωνίας (οικονομίστικη και κερδοσκοπική παραγωγή του χώρου)».[14]

Η ιστορική αποθέωση του laissez faire, ταλάνισε και ταλανίζει όσους ακόμη επιμένουν ότι «κάτι δεν πάει καλά» με όλα αυτά, και βέβαια τους μελετητές και τους υπαλλήλους της Διοίκησης και της Αυτοδιοίκησης που ασχολούνται με τον πολεοδομικό σχεδιασμό, ερχόμενοι αντιμέτωποι με μύρια όσα προβλήματα, που συχνά υπερβαίνουν είτε το γνωστικό υπόβαθρό τους είτε τις αντοχές τους και που τους αναγκάζουν να επινοούν λύσεις, αν και στο βαθμό που επιχειρούν να αντιστέκονται.

Τα θέματα του χώρου απασχολούν τα τελευταία χρόνια κινήματα πόλης, δημοτικές κινήσεις και περιβαλλοντικές οργανώσεις και μεταφέρονται αργά και βασανιστικά στα πολιτικά κόμματα και την αυτοδιοίκηση, που σε κάποιες περιπτώσεις αναλαμβάνουν και πρωτοβουλίες. Οι παρεμβάσεις αυτές των πολιτών μέσα από οργανωμένα σχήματα και δράσεις είναι ιδιαίτερα θετική, δεδομένου μάλιστα ότι αντίθετα απ’ ότι πολλοί ισχυρίζονται, ότι δηλαδή χαρακτηρίζονται από στείρες αντιδράσεις, σε πάρα πολλές περιπτώσεις βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα και επεξεργασίες και σε συνεργασίες με ειδικούς επιστήμονες που υποστηρίζουν τη δράση τους.[15] Οι δράσεις αυτές  μπορούν να υποστηρίξουν αλλά όχι και να υποκαταστήσουν τη σύνθετη διαδικασία του σχεδιασμού που γίνεται στο γραφείο από ειδικευμένους επιστήμονες.

Η διάγνωση των ιδιόμορφων χαρακτηριστικών του χώρου ως αποτύπωση του πολιτικο – οικονομικο – κοινωνικού συστήματος  στην Ελλάδα  έχει γίνει εδώ και δεκαετίες στα Αρχιτεκτονικά Συνέδρια της δεκαετίας του ΄60. Σημαντικά ζητήματα εντοπίστηκαν και στο 10ο Αρχιτεκτονικό Συνέδριο (1999). Όλα τα παραπάνω συνέδρια είχαν ως αντικείμενο τον σχεδιασμό σε διάφορες κλίμακες και τομείς και δεν περιορίστηκαν μόνο στην αρχιτεκτονική.  Ενώ όμως όλα τα παραπάνω είναι γνωστά και θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης από τους Συλλόγους Αρχιτεκτόνων και τις Αρχιτεκτονικές Σχολές, αποτελούν σήμερα αντικείμενα απόλυτα μειοψηφικής ενασχόλησης στους χώρους αυτούς, που αυτοπεριορίζονται στη μικρή κλίμακα, χωρίς να δίνουν τη δέουσα βαρύτητα στην ευρύτερη πολεοδομική διάσταση. Η έλλειψη αυτή αποτυπώνεται δραματικά στη νέα γενιά συναδέλφων.

Είναι απόλυτα αναγκαίο, σε μια συγκυρία που ο κόσμος αλλάζει, οι αρχιτέκτονες να   ξαναβρούν την άκρη του νήματος για την ενεργή εμπλοκή τους στη σχέση αρχιτεκτονικής – πολεοδομίας που αναδείχθηκε μέσα από τις αναζητήσεις του Μοντέρνου Κινήματος, ως σχέση ανάμεσα στο ατομικό και στο συλλογικό.

Έτσι κι αλλιώς εγγράφεται στο χώρο η δράση των «τεχνοκρατών» και των «εργολάβων» της πολεοδομίας, όπως τους ορίζει ο Lefebvre.[16]

Σήμερα, που η κρίση του συστήματος ταλανίζει τον κόσμο, πολύς λόγος γίνεται για το «μοντέλο ανάπτυξης» και τα κινήματα για την πόλη και το περιβάλλον υποστηρίζουν το νέο πλαίσιο αναζήτησης της ουτοπίας θέτοντας ζητήματα που ζητούν απαντήσεις, είναι αναγκαίο να (ξανα) αναζητήσουμε και να (ξανα)διεκδικήσουμε το δικαίωμα στην πόλη.

 

Εισήγηση στην 5η Επιστημονική Συνάντηση του Ελληνικού Do.co.mo.mo.:

Η ελληνική πόλη και η πολεοδομία του μοντέρνου

Διοργάνωση: Ελληνική Ομάδα Do.co.mo.mo., Τμήμα Αρχιτεκτόνων Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ Τομέας Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης

Θεσσαλονίκη 3-4 Ιουνίου 2010 

Δημοσιεύθηκε στό 5ο τεύχος «Τα τετράδια του μοντέρνου», εκδόσεις futura 2015

 

[1] Τζομπανάκη Χρ., Το Ηράκλειο εντός των τειχών, σελ. 127 Έκδοση ΤΕΕ/ΤΑΚ, Ηράκλειο 2000, σελ. 127

[2] Ζαχαράκης Γ., Καλλιγιαννάκης Μ., Μπουτσοπούλου Ε., Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Μαντούβαλου Μ. Ηράκλειο Κρήτης, Η δυναμική της ανάπτυξης & οι παράγοντες της αυθαιρεσίας, ΕΜΠ 2001, Περίληψη της διάλεξης δημοσιεύθηκε στις «Γεωγραφίες» Τεύχος 6, Χειμώνας 2003-2004, σελ. 3-5

[3] Σφακιανάκη Β., Παρουσίαση Ιστορίες της παλιάς πόλης, Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Νομού Ηρακλείου, Εκδηλώσεις  Διαδρομές στην αρχιτεκτονική και στην πόλη, Ηράκλειο 2006

[4] Ζαχαράκης Γ., Καλλιγιαννάκης Μ., Μπουτσοπούλου Ε., Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Μαντούβαλου Μ. Ηράκλειο Κρήτης, Η δυναμική της ανάπτυξης & οι παράγοντες της αυθαιρεσίας, ΕΜΠ 2001, Περίληψη της διάλεξης δημοσιεύθηκε στις «Γεωγραφίες» Τεύχος 6, Χειμώνας 2003-2004, σελ. 3-5

[5] Προβελέγγιος Αρ., Μελέτη Ρυθμιστικού Σχεδίου Ηρακλείου – Τεύχος Α, Υπουργείο Συντονισμού Διεύθυνσις επεξεργασίας προγράμματος Υπηρεσία Περιφερειακής Ανάπτυξης Κρήτης, Αθήναι Μαίος 1967

[6] Le Corbusier – Η Χάρτα των Αθηνών, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1987, σελ. 136

[7] Αυτό έγινε μετά από έγγραφη υπόδειξη της επιβλέπουσας υπηρεσίας, Υ.Π.Α.Κ. Στη διάλεξη αυτή αναφέρεται στο τεύχος της μελέτης του Ρ.Σ.Η.  χωρίς να την παραθέτει ολόκληρη.

[8] Προβελέγγιος Αρ., Το πνεύμα της πόλης – Δοκίμια πολεοδομικής σκέψης – Φθινόπωρο 1956 – Άνοιξη 1967, Αθήνα 1974

[9] Προβελέγγιος Αρ., Μελέτη Ρυθμιστικού Σχεδίου Ηρακλείου – Τεύχος Α, Υπουργείο Συντονισμού Διεύθυνσις επεξεργασίας προγράμματος Υπηρεσία Περιφερειακής Ανάπτυξης Κρήτης, Αθήναι Μαίος 1967, σελ. 20

[10] Προβελέγγιος Αρ., Μελέτη Ρυθμιστικού Σχεδίου Ηρακλείου – Τεύχος Α, Υπουργείο Συντονισμού Διεύθυνσις επεξεργασίας προγράμματος Υπηρεσία Περιφερειακής Ανάπτυξης Κρήτης, Αθήναι Μαίος 1967, σελ. 181

[11] Το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Ηρακλείου αναθεωρήθηκε το 2003

[12] Προβελέγγιος Αρ., Μελέτη Ρυθμιστικού Σχεδίου Ηρακλείου – Τεύχος Α, Υπουργείο Συντονισμού Διεύθυνσις επεξεργασίας προγράμματος Υπηρεσία Περιφερειακής Ανάπτυξης Κρήτης, Αθήναι Μαίος 1967, σελ. 158-159

[13] Συμπράττοντα γραφεία Φίλων , Φιλόπολις, Προστασία και ανάδειξη της παληάς πόλης Ηρακλείου, Δήμος Ηρακλείου, Γραφείο παληάς πόλης, 1996 (1998)

[14] Le Corbusier – Η Χάρτα των Αθηνών, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1987, σελ. 140

[15] Στην Κρήτη, το Δίκτυο Περιβαλλοντικών Οργανώσεων δικαιώθηκε με την προσφυγή που άσκησε για την τουριστική και οικιστική επένδυση στο Κάβο Σίδερο, αμφισβήτησε τη δημιουργία διαμετακομιστικού κέντρου στο κόλπο της Μεσσαράς, στήριξε  προσφυγή για τη δημιουργία του νέου αεροδρομίου στο Καστέλι, υπέβαλε προσφυγή για τη νομιμοποίηση της παράνομης και έξω από κάθε λογική οριοθέτησης 68  οικισμών στο Ν. Ρεθύμνου.

Η προσπάθεια αποτροπής κατασκευής του σταθμού της ΔΕΗ στον Αθερινόλακκο Ν. Λασιθίου και επέκτασης του λιμανιού στη Σητεία, ξενοδοχειακού λιμένα στον Αγ. Νικόλαο, η αντίθεση στην εμπορευματοποίηση της παραλίας των Αγ. Αποστόλων και του στρατόπεδου Μαρκόπουλου και η ανάδειξη προστασίας του ιστορικού φαραγγιού Καντάνου στα Χανιά, η αποτροπή διάνοιξης δρόμου παράλληλου με την ακτή στο Νότιο Ρέθυμνο, η διεκδίκηση ως δημόσιου χώρου της πρώην Aμερικάνικης βάσης Γουρνών στο Ηράκλειο, η προστασία ρεμάτων, υγροτόπων και ακτών σε όλη την Κρήτη, αποτελούν άλλες παλιότερες και τρέχουσες διεκδικήσεις των τοπικών κινημάτων. Σ΄αυτές προστίθενται οι διεκδικήσεις χώρων στις πόλεις για τους πεζούς, τους ποδηλάτες, τα παιδιά, τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα.

[16] Lefebvre H.,  Δικαίωμα στην πόλη – Χώρος και πολιτική, Εκδόσεις Κουκίδα, Αθήνα 2007, σελ. 48-49