Στις τελευταίες εκλογές ακούσαμε τον σημερινό πρωθυπουργό να αναφέρεται σε ένα όρο που η σημασία του είναι πολύ σημαντική. Αναφέρθηκε στο «μοντέλο ανάπτυξης» και είπε μάλιστα ότι πρέπει να αλλάξει.
Το ότι πρέπει ν’ αλλάξει είναι βέβαιο. Όμως προς ποιά κατεύθυνση;
Με το να δημιουργηθεί μια στενή ομάδα υπό τον πρωθυπουργό που θα αποφασίζει και θα υλοποιεί στο πρότυπο των Ολυμπιακών Έργων, τι είναι καλό για τη χώρα;
Παραμερίζοντας όλους τους θεσμούς που το πολιτικό σύστημα φρόντισε συστηματικά να απαξιώσει και που σήμερα χαρακτηρίζονται συλλήβδην ως «εμπόδια»;
Βρισκόμαστε στη πρώτη τριετία υλοποίησης του ΕΣΠΑ. Προηγήθηκαν άλλες τρεις προγραμματικές περιόδοι, των τριών Κοινοτικών Πλαίσιων Στήριξης.
Ποιός όμως αποφάσισε για το μοντέλο ανάπτυξης που αυτά υπηρετούσαν;
Οι κεντρικοί στόχοι πολιτικής για όλες της προγραμματικές περιόδους έμπαιναν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα πλαίσια της πολιτικής αυτής μπορούσαν, τουλάχιστον, να κινηθούν τα κράτη μέλη με αυτόνομους σχεδιασμούς, να ορίσουν τις προτεραιότητές τους και να τις διαπραγματευτούν.
Με τι όπλα, με ποιά διαμορφωμένη άποψη για ποιό μοντέλο ανάπτυξης πήγε η χώρα μας σε αυτές τις διαπραγματεύσεις;
Το ερώτημα είναι βαθειά πολιτικό.
Και μια πρώτη απάντηση είναι ότι καμιά κυβέρνηση όλα αυτά τα χρόνια δεν μελέτησε ένα μοντέλο ανάπτυξης για τη δική μας χώρα, δεν βασίστηκε σε κανένα Αναπτυξιακό Προγραμματισμό αλλά περιορίστηκε στην διανομή των πόρων των Κοινοτικών Χρηματοδοτήσεων.
Σε τι βασίστηκαν λοιπόν όλες αυτές οι κυβερνήσεις;
Οι επιλογές του πολιτικού μας συστήματος εδώ και δεκαετίες είναι πάγιες: επιδίωξη διαρθρωτικών αλλαγών που οδηγούν σε μεγέθυνση των επιχειρήσεων και προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού.
Οι επιλογές αυτές αγνοούν και ακυρώνουν ένα μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και μαζί με αυτά την ανάπτυξη των μικρών και μεσαίων μεγεθών που χαρακτηρίζουν την ελληνική περιφέρεια.
Δημιουργήθηκε ένα διπλό καθεστώς:
- Από τη μια μεριά μια «επίσημη πολιτική» προσαρμοσμένη στα διεθνή πρότυπα της ανάπτυξης και των ονομαζόμενων ανεπτυγμένων χωρών που δεν παίρνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας μας.
- Από την άλλη μεριά μια πολιτική των μελετών και των συνεδρίων που αναφέρεται σε ένα «άλλο μοντέλο ανάπτυξης», αυτό των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας, και του παραγωγικού της δυναμικού. Η δεύτερη αυτή πολιτική υλοποιείται κυρίως με όρους μικροπολιτικής, αποσπασματικά, επιλεκτικά και αντιπαραγωγικά με αποτέλεσμα οι τόποι μας και οι παραγωγοί μας, η κοινωνία και το περιβάλλον, να έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα.
Απόρροια της «επίσημης πολιτικής» για την ανάπτυξη είναι και η αντίληψη για την περιφερειακή ανάπτυξη. Συχνά λέγεται: «Όταν μιλάμε για περιφερειακή ανάπτυξη ασφαλώς εννοούμε τη διασπορά των μεγάλων επιχειρήσεων σε όλο το εύρος της ελληνικής επικράτειας.»
Αυτή είναι η τρέχουσα αντίληψη για την ανάπτυξη και την περιφερειακή ανάπτυξη. Την επικαλούνται όσοι ισχυρίζονται ότι είναι ρεαλιστές, και εξωστρέφεις.
Για να πετύχουμε ανάπτυξη, λένε, χρειάζονται πολυδάπανα έργα υποδομής για την εξυπηρέτηση της παραγωγής -που είναι δύσκολο να γίνουν- και ύπαρξη εξειδικευμένου προσωπικού –πού δεν είναι εύκολο να βρεθεί-.
Η αντίληψη αυτή δεν ισοπεδώνει μόνο στο πέρασμά της τις –κατά τα άλλα- άξιες σεβασμού και διατήρησης τοπικές ιδιαιτερότητες και πολιτισμικές αξίες και διαφορές. Δεν παίρνει υπόψη και αλήθειες που έχουν ειπωθεί και λέγονται εδώ και δεκαετίες ότι το βασικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι η έλλειψη κεφαλαίων και τεχνολογίας. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η υστέρηση στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική οργάνωση τους, ενώ η έλλειψη κεφαλαίων και τεχνολογίας είναι μόνο το αποτέλεσμα της υστέρησης αυτής.
Αυτά λέγονται τώρα και πάνω από μισό αιώνα και τα πρόσφατα νέα έρχονται να τα επιβεβαιώσουν: Μετά από τόσες δεκαετίες εμμονής στο ίδιο αναπτυξιακό πρότυπο και παρά τις χρηματοδοτήσεις που εισέρρευσαν στη χώρα από έρευνα της ίδιας της Κομισιόν πριν λίγα χρόνια (2002) προκύπτει ότι το 42% των κοινοτικών εισροών εκρέει σε εισαγωγές τεχνολογίας. («ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 17/6/05)
Σήμερα, σε εποχή κρίσης του κυρίαρχου πρότυπου ανάπτυξης που οδήγησε σε ακραίες ανισότητες, στην εξαθλίωση των φτωχότερων λαών και των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων σε όλες τις χώρες, επειδή ακριβώς η ανάπτυξη όπως την εννοούν δεν βλέπει μια κοινωνία που διαθέτει μια οικονομία, αλλά μια κοινωνία που είναι οικονομία είναι εξαιρετικά κρίσιμο να δούμε σε βάθος όλα αυτά τα ζητήματα.
Εδώ και 50 χρόνια κάποιοι έλεγαν κι άλλα: «Όταν μία χώρα στερείται μόνιμα μια ικανή και χρηστή διοικήση, στερείται το απαραίτητο οργάνου που θα μπορούσε να εκτελέσει ένα πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης. Όταν μία χώρα κυβερνάται από πρόσωπα δια τα οποία η εξουσία είναι μόνο ένα μέσον πραγματοποίησης προσωπικών επιδιώξεων δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς σοβαρή, υπεύθυνη και εθνικά ωφέλιμη αντιμετώπιση των οικονομικών της προβλημάτων και λήψη σωστών αποφάσεων. Όταν σε μία χώρα επικρατεί οικονομική αστάθεια και έλλειψη εμπιστοσύνης προς το νόμισμα, ένα σημαντικόν τμήμα των πόρων της χώρας θα κατευθύνεται προς την αποθησαύριση, την εξαγωγή κεφαλαίων, την κερδοσκοπία και την πραγματοποίηση μη παραγωγικών επενδύσεων και η προσπάθεια μιας ορθολογιστικής εκμετάλλευσης των πόρων της χώρας με την εκτέλεση ενός προγράμματος οικονομικής αναπτύξεως μοιραία θα αποτύχη. Τέλος όταν η ανισότητα της κατανομής του εθνικού εισοδήματος είναι τέτοια, ώστε ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού να καρπώνεται ένα μεγάλο μέρος του πραγματοποιημένου εισοδήματος, η βελτίωσις της θέσεως των λαϊκών τάξεων μέσω της αύξησης της παραγωγής θα προσκρούει στην ανεπαρκή τους αγοραστική δύναμιν και η νέα παραγωγή, όπως και η παλιά, μοιραίως θα κατευθύνεται στην ικανοποίηση των αναγκών των ευπορότερων τάξεων.»
Δεν είναι απόσπασμα από κείμενο αριστερού οικονομολόγου.
Την άποψη αυτή είχε τη δεκαετίας του ’50, διακεκριμένος οικονομολόγος και ακαδημαϊκός, υπουργός πολλών ελληνικών κυβερνήσεων και αντιπρόσωπος της χώρας σε διεθνείς διασκέψεις, μεταξύ των οποίων η διάσκεψη του Bretton Woods του 1944, μετά από την οποία ιδρύθηκαν η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Αναφέρομαι στον Κυριάκο Βαρβαρέσσο.[1]
Σημειώσεις για τη συζήτηση που έγινε στο Φεστιβάλ Maydays 2010 με θέμα «Υπάρχει άλλος δρόμος για την Κρήτη;»
Ηράκλειο 21 Μαίου 2010
http://maydays-ira.blogspot.gr/p/maydays-2010.html
[1] Ο Κυριάκος Βαρβαρέσος (1884 -1957) υπήρξε διακεκριμένος οικονομολόγος, καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1923. Το 1932 διετέλεσε υπουργός Οικονομίας στις κυβερνήσεις Ελευθερίου Βενιζέλου και Αλέξανδρου Παπαναστασίου και κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας μετά τη μεγάλη διεθνή κρίση του 1929. Το 1933 έγινε υποδιοικητής και το 1939 διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.