Γιατί μας χρειάζεται άραγε ένα νέο ενεργειακό μοντέλο;
Για να εφαρμόσουμε τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συμφωνίες για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, που έχει υπογράψει και η χώρα μας;
Συμφωνούμε με την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας;
Γιατί πρέπει μια χώρα να εφαρμόζει διεθνείς οικονομικές συμφωνίες που καταφανώς δεν τη συμφέρουν;
Γιατί πρέπει να εναρμονιστούμε πλήρως με την ευρωπαϊκή πολιτική για την ενέργεια που έχει σχεδιαστεί με βάση τη γεωπολιτική και οικονομική στρατηγική προσαρμογής των κεντρικων χωρών στον νέο πολυπολικό διεθνή χάρτη;
Αυτή η πολιτική έχει φέρει την Ελλάδα στην πρώτη θέση των αυξήσεων στην τιμή της ενέργειας, στα πλαίσια μιας γενικής εξίσωσης –και υπέρβασης- των υποχρεώσεων, αλλά όχι και των προνομίων, που αφελώς τόσα χρόνια περιμέναμε ν’ απολαύσουμε ισότιμα, ως χώρα και ως εργαζόμενοι.
Γιατί να υιοθετήσουμε μια πολιτική που κατακερματίζει τη ΔΕΗ και τις λειτουργίες της, κατανέμοντας μια υπηρεσία Κοινής Ωφέλειας που έκτισε με κόπο η κοινωνία, σε επί μέρους φορείς – διαχειριστές ιδιωτικών συμφερόντων;
Για να βελτιώσουμε το «οικολογικό αποτύπωμα» της χώρας μας, μιας χώρας που τις τελευταίες δεκαετίες διαλύει συστηματικά την παραγωγική της βάση, με την προτροπή και την αμέριστη συμβολή της ευρωπαϊκής πολιτικής, έτσι ώστε η ρύπανση που παράγει να είναι αυτή που προέρχεται από τον καταναλωτισμό της «ανάπτυξης»;
Της «ανάπτυξης» που σήμερα αν δεν αποδεχτείς, θεωρείσαι αναχρονιστικός και καθυστερημένος;
Της «ανάπτυξης» των εισαγώμενων αυτοκινήτων, των ιδιωτικών μέσων μεταφοράς και των αυτοκινητοδρόμων με διόδια;
Της «ανάπτυξης» που δε βλέπει την οικονομία ως εργαλείο προόδου της κοινωνίας αλλά την κοινωνία ως εργαλείο μεγέθυνσης της οικονομίας, της ανάπτυξης που καταστρέφει στο πέρασμά της πολιτισμούς και συγκριτικά πλεονεκτήματα και ισοπεδώνει τις παραδόσεις που δεν εναρμονίζονται με τη φρενίτιδα της συσσώρευσης και που εντείνει εξαρτήσεις, ανισότητες και αποκλεισμούς;
Της ανάπτυξης της συγκέντρωσης του οικονομικού ελέγχου σε 147 εταιρείες που ελέγχουν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας ή των 737 (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι 147) που ελέγχουν το 80% της οικονομίας του πλανήτη και δεν πληρώνουν φόρους![1]
Της ανάπτυξης που εν τέλει δεν έρχεται στη χώρα μας, επειδή «Στη χώρα μας επικρατεί ένα σύστημα “άγριου πλουτισμού”, που δεν βασίζεται στην αύξηση της παραγωγής, αλλά στην αρπαγή των πόρων και των εισοδημάτων, στην απομύζηση του δυναμικού ολόκληρης της κοινωνίας, μέσω προνομιακών συμβάσεων με το Δημόσιο, μέσω του δανεισμού και της καταχρέωσης των οφειλετών…» ένα σύστημα που «δεν εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του, δεν έχει προοπτική και φέρει ημερομηνία λήξεως».[2]
Υποθέτω καθένας θα πει όχι, δεν μας χρειάζεται ένα νέο ενεργειακό μοντέλο για να υπηρετήσει αυτούς τους στόχους!
Τι θα μπορούσε να υπηρετήσει;
Το μόνο που θα μπορούσε και θα έπρεπε να υπηρετήσει ένα νέο ενεργειακό μοντέλο είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Επόμενο λοιπόν είναι, ότι ένα νέο ενεργειακό μοντέλο μπορεί να προσδιοριστεί, μόνο αν προσδιοριστούν οι στόχοι και το περιεχόμενο της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να γίνουν κάποιες βασικές παραδοχές που θα καθορίζουν τους τομείς και το βαθμό που η ενέργεια μπορεί και πρέπει να θεωρηθεί κοινωνικό αγαθό, με συνέπεια τον καθορισμό των τομέων, όπου μπορεί και πρέπει να υπάρχει κοινωνικός έλεγχος.
Επειδή όμως η ενέργεια ελέγχεται παγκόσμια και σε επίπεδο Ε.Ε. από λίγους οικονομικούς κολοσσούς, που η συνεργασία και ο ανταγωνισμός τους βρίσκονται στο επίκεντρο και επηρεάζουν καθοριστικά τις γεωπολιτικές εξελίξεις, το ζήτημα του κοινωνικού ελέγχου της ενέργειας σε μια χώρα, είναι τόσο δύσκολο, όσο και αναγκαίο.
Δεν θα μπω στο τεράστιο αυτό ζήτημα.
Επειδή όμως θεωρώ:
- ότι το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης, όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να μελετηθεί.
- ότι στη συζήτηση αυτή επιβάλλεται να αμφισβητηθεί στρατηγικά το κυρίαρχο πρότυπο ανάπτυξης που βασίζεται μόνο στην ανάπτυξη οικονομικών δεικτών, αγνοώντας την κοινωνία και λεηλατώντας τους φυσικούς πόρους,
θεωρώ και ότι πρέπει, έπρεπε ήδη από καιρό, να έχει ανοίξει αυτή η συζήτηση, έτσι ώστε τουλάχιστον να έχει γίνει κατανοητή η πραγματικότητα, για να σταθεί δυνατόν να δημιουργηθούν και οι όροι συζήτησης στην κοινωνία.
Η ίδια η κοινωνία, όχι μόνο συζητά αυτά τα θέματα, αλλά και αγωνίζεται για τέτοια θέματα.
Να θυμίσω τους αγώνες για τους δημόσιους χώρους και το περιβάλλον, ενάντια σε φαραωνικά έργα, τις λεγόμενες «μεγάλες επενδύσεις», τον υποκριτικό περιβαλλοντικό και χωροταξικό σχεδιασμό, τον αγώνα κατά των φραγμάτων και των εκτροπών ποταμών, των βιομηχανικών ΑΠΕ, των έργων διαχείρισης των απορριμμάτων και βέβαια τις Σκουριές.
Να τονίσω ότι οι αγώνες αυτοί δεν είναι αγώνες για το περιβάλλον με μια στενή έννοια. Είναι αγώνες για την επιβίωση τόπων, κοινωνιών, παραδόσεων, παραγωγικών δυνάμεων που συνθλίβονται από τη νεοφιλελεύθερη φάση της «ανάπτυξης» του καπιταλισμού.
Οι αγώνες αυτοί είναι οι πιο γνωστοί. Δίπλα σ΄αυτούς υπάρχουν χιλιάδες άλλοι «μικροί» αγώνες, αλλά εν τέλει καθόλου μικροί σε σημασία, που σχετίζονται άμεσα με την παραγωγική ανασυγκρότηση.
Αναφέρομαι:
- στις προσπάθειες των τελευταίων δεκαετιών να μείνουν άνθρωποι στον πρωτογενή, ή να ενταχθούν νέοι, με άλλους όρους από τους κυρίαρχους όρους της «αναδιάρθρωσης» του πρωτογενή, δηλαδή της συγκέντρωσής του σε λίγους, της διαφοροποίησής του από το να παράγει είδη διατροφής, της στήριξής του στη χημική γεωργία κι ακόμα χειρότερα στα μεταλλαγμένα,
- στην αγωνία να διασωθούν οι ντόπιες ποικιλίες που είναι προσαρμοσμένες στις εδαφοκλιματικές συνθήκες του τόπου μας και κρύβουν μέσα τους την ταυτότητά του,
- στις προσπάθειες άλλων να βρουν τόπο και τρόπο για να δημιουργήσουν εστίες ανάπτυξης πραγματικά ήπιου και ποιοτικού τουρισμού,
- στα πρωτότυπα εγχειρήματα και στις επίπονες προσπάθειες να δημιουργηθούν βάσεις δεδομένων και τράπεζες σπόρων που καμιά κυβέρνηση δε θέλησε ποτέ να δημιουργήσει, ή να στηρίξει, παρά το γεγονός ότι διέθετε όλα τα μέσα και τις χρηματοδοτήσεις,
- στις απέλπιδες προσπάθειες εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα να προστατέψουν τόπους και αξίες, που εν τέλει δεν είναι μόνο πολιτιστικής και περιβαλλοντικής σημασίας με τη στενή έννοια, αλλά και κοινωνικής και οικονομικής, με αποτέλεσμα να διώκονται ως γραφειοκράτες και εχθροί της επιχειρηματικότητας.
Το κυρίαρχο πρόβλημα όλων αυτών των αγώνων είναι, ότι οι ίδιοι που τους έκαναν δεν συνειδητοποιούσαν πάντα στον ίδιο βαθμό την «αιτία του κακού», αλλά και ότι δεν υπήρχε ικανό πολιτικό υποκείμενο να τους ερμηνεύσει, να κατανοήσει την πολιτική τους σημασία, να τους στηρίξει και να αξιοποιήσει πολιτικά το περιεχόμενό τους. Δεν εννοώ μόνο την κεντρική πολιτική σκηνή και τους κομματικούς χώρους. Τεράστιες ευθύνες έχουν επίσης η αυτοδιοίκηση, οι επιστημονικοί φορείς, η ακαδημαϊκή κοινότητα.
Νομίζω ότι μια τέτοια πολιτική θεώρηση της πραγματικότητας, όχι μόνο μπορεί να δώσει υπόσταση στην παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά και να συμβάλλει στη δημιουργία μιας ενότητας, ενός μετώπου –πεστε το όπως θέλετε- ανάμεσα σ’ αυτούς που οραματίζονται μια άλλη χώρα και μια άλλη ζωή, σε σχέση μ’ αυτούς που επαναπαύονται και περιμένουν να ξαναγυρίσουμε στην ανάπτυξη των οικονομικών δεικτών, των δεικτών που οδηγούν σε μετανάστευση και λουκέτα!
Θεώρησα αναγκαίο να φύγω από το θέμα της ενέργειας, για να μπορέσω να δώσω κάποια στοιχεία που θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να ληφθούν υπόψη στη συζήτηση για την παραγωγική ανασυγκρότηση, αυτή που θα πρέπει να υπηρετηθεί από το νέο ενεργειακό μοντέλο.
Επιστρέφοντας, θέλω να τονίσω κάτι που δεν είναι πολύ γνωστό και δεν το συνειδητοποιούμε: το μεγαλύτερο ποσοστό της κατανάλωσης ενέργειας στη χώρα μας είναι στις μεταφορές στον τριτογενή τομέα και στα ενεργοβόρα κτίρια.
Εκεί καταναλώνεται το μεγαλύτερο ποσοστό από τους εισαγόμενους υδρογονάνθρακες και όχι στην ηλεκτροπαραγωγή.
Εκεί, αν επικεντρωθεί κανείς, θα βρεί μια εκτεταμένη ανεργία σε όλους τους κλάδους που σχετίζονται με την οικοδομή και πολλά λουκέτα.
Αν δουλέψει αυτή η αγορά, μπορεί και πρέπει να δουλέψει στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας.
Οι «αγορές» όμως δεν αγαπούν την εξοικονόμηση, αγαπούν την κατανάλωση!
- Αγαπούν την κατεδάφιση και προωθούν οργανωμένη δόμηση και μαζί νέα χρέη αγοραστών ακινήτων,
- αγαπούν τους αέναους δείκτες αύξησης της ηλεκτροπαραγωγής που συνεπάγονται νέα εργοστάσια παραγωγής,
- επιβάλλουν τρόπο ζωής που απεχθάνεται τα μέσα μαζικής μεταφοράς για να πουλιούνται αυτοκίνητα και να κατασκευάζονται νέοι αυτοκινητόδρομοι!
Έχουν ακόμα πολλά μηχανήματα να πουλήσουν κι ακόμα κι όταν πουλάνε νέες συσκευές χαμηλής κατανάλωσης, είναι μόνο για να πουλήσουν τις ίδιες τις συσκευές.
Η εξοικονόμηση, ακόμα κι όταν πράγματι συμβαίνει, είναι μόνο …απλή παρενέργεια, που σε πολλές περιπτώσεις αναιρείται αν δει κανείς το ισοζύγιο εξοικονόμησης κι ενεργειακού κόστους παραγωγής των συσκευών! Αν πράγματι ένοιαζε τις αγορές η εξοικονόμηση, θα βλέπαμε να συζητιέται και το κόστος και οι ρύποι που συνεπάγεται η μεταφορά για να πουληθούν σε κάθε μέρος τους κόσμου, προϊόντα που έχουν παραχθεί στο άλλο ημισφαίριο. Αυτό ισχύει για κάθε προϊόν που παράγεται από άναρχες και σπάταλες οικονομίες κλίμακας, που παράγουν προϊόντα για εξαγωγή και όχι για εσωτερική κατανάλωση!
Προφανώς ισχύει το βασικό δεδομένο, ότι δηλαδή ο ίδος ο τρόπος οργάνωσης της καπιταλιστικής οικονομίας που σχεδιάζεται έτσι ώστε να μη βασίζεται σε προγραμματισμό, είναι εξαιρετικά σπάταλος σε οικονομία και φυσικούς πόρους. Το γεγονός αυτό όχι μόνο δεν αναιρείται αλλά επιτείνεται σε συνθήκες νεοφιλελελευθερισμού και «πράσινης ανάπτυξης».
Ας πάμε στην ηλεκτροπαραγωγή.
Αν κοιτάξουμε ένα λογαριασμό της ΔΕΗ θα δούμε το μείγμα καυσίμου για όλη τη χώρα. Στον τελευταίο λογαριασμό μου υπάρχει ο πίνακας:
ΜΕΙΓΜΑ ΚΑΥΣΙΜΟΥ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗ ΧΩΡΑ (12μηνο, 12ος/2011 έως και 11ος/2012) | |
ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ & ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΕΩΝ | ΠΟΣΟΣΤΟ % |
ΛΙΓΝΙΤΙΚΗ | 47,69% |
ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ | 8,20% |
ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ | 23,93% |
ΥΔΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ | 6,21% |
ΑΠΕ | 10,55% |
ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΕΙΣ | 3,42% |
ΣΥΝΟΛΟ | 100% |
Η παραγωγή από λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες, που είναι –όσο είναι- εγχώριος πόρος, συμμετέχει κατά 53,9%.
Τι δεν είναι πολύ γνωστό; Ότι δεν θέλουν σήμερα να κλείσουν τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη επειδή ρυπαίνει ο λιγνίτης, θέλουν απλά να κλείσουν τα εργοστάσια λιγνίτη της ΔΕΗ και να περάσει η παραγωγή ηλεκτρισμού από λιγνίτη σε ιδιώτες. Το ίδιο βέβαια θέλουν να γίνει και με τις υδροηλεκτρικές μονάδες.
Η παραγωγή από πετρελαϊκές μονάδες συμμετέχει μόνο κατά 8,20%. Είναι η ενέργεια που καταναλώνεται κυρίως στο μη συνδεδεμένο δίκτυο, δηλαδή στα νησιά. Είναι αυτή για την οποία ακούμε κάθε μέρα ότι πρέπει να την καταργήσουμε, για να απεξαρτηθούμε από το πετρέλαιο.
Πολλά χρόνια τώρα μπορούσαν να έχουν κάνει έργα διασύνδεσης στα νησιά. Δεν τα έκαναν. Θέλουν να τα κάνουν τώρα, όχι για να απεξαρτηθεί η ηλεκτροπαραγωγή από το πετρέλαιο αλλά για να φορτώσουν τα νησιά με σταθμούς βιομηχανικών ΑΠΕ.
Κανείς δε λέει ότι υπάρχει εξάρτηση και από το φυσικό αέριο, που συμμετέχει κατά 23,93% στην ηλεκτροπαραγωγή. Είναι κι αυτό εισαγόμενο καύσιμο και μάλιστα πουλιέται στη χώρα μας ακριβότερα απ’ ότι πουλιέται σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Δεν το λένε για δύο λόγους: ο ένας είναι, ότι η παραγωγή ενέργειας από φυσικό αέρο είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό ιδιωτικοποιημένη και ελεγχόμενη από τους τέσσερις –πέντε γνωστούς ενεργειακούς παίκτες. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι μονάδες αυτές, αν και χαμηλής απόδοσης, υποστηρίζουν τεχνικά πιο εύκολα τις ΑΠΕ.
Το 10,55% του ηλεκτρικού ρεύματος παράχθηκε από ΑΠΕ.
Οι ΑΠΕ, με εγκατεστημένη ισχύ στο ηπειρωτικό σύστημα 4028 MW, έδωσαν μόνο το 10,55% της ηλεκτρικής ενέργειας, παρά το γεγονός ότι με βάση τη νομοθεσία η ενέργεια που παράγουν αξιοποιείται κατά προτεραιότητα. Οι υπόλοιπες μονάδες, με ισχύ 13100 MW, έδωσαν το υπόλοιπο 89,45%.[3]
Αυτός είναι ο βαθμός απόδοσης, όταν μιλούμε για παραγωγή ενέργειας που δεν παράγεται από σταθερή πηγή!
Σήμερα, ενώ δεν υπάρχει κανένας που να αισθάνεται την ανάγκη ν’ αποδείξει το πραγματικό προφίλ των ΑΠΕ και τα όριά τους με οικονομοτεχνικά και κοινωνικά κριτήρια, οικονομικές σχολές ακαδημαϊκών ιδρυμάτων μελετούν τις αποδόσεις «παραγώγων καιρού», ως ασφαλίστρων κινδύνου, προσφέροντας έτσι ένα ακόμα χρηματιστηριακό προϊόν στην αγορά!
Στην Κρήτη, «που προσφέρεται για ανάπτυξη ΑΠΕ, γιατί έχει πολύ αέρα, πολύ ήλιο και δεν υπάρχουν και αντιδράσεις» – έτσι διαβάζαμε σε εργασίες φοιτητών, πριν να υπάρξουν αντιδράσεις- αλλά και μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες του διαχειριστή του μη διασυνδεδεμένου συστήματος να αυξήσει τη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, σ’ ένα σύστημα που εδώ και πολλά χρόνια είχε χαρακτηριστεί κορεσμένο, το έτος 2012 με 817 MW εγκατεστημένη ισχύ σε θερμοηλεκτρικά εργοστάσια και 258 MW σε ΑΠΕ, η συμμετοχή έφτασε το 18%.[4]
Αυτά βλέπουν, τις αποδόσεις μετρούν κι έχουν βάλει στο στόχαστρο την Κρήτη και τ’ άλλα νησιά του Αιγαίου. Τα αντιλαμβάνονται αποκλειστικά ως οικόπεδα, που θα φιλοξενήσουν την πράσινη επιχειρηματικότητα!
Ακόμα κι αν γέμιζαν όμως όλο το νησί με βιομηχανικές ΑΠΕ, η διείσδυση των ΑΠΕ δε θα μπορούσε να αυξηθεί περισσότερο, παρά μόνο αν υπήρχαν περισσότερα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια να τις υποστηρίξουν, είτε στην Κρήτη, είτε εκτός Κρήτης -μέσω διασύνδεσης- κι αν βέβαια έβρισκαν που θα πουλούν την ενέργεια και ποιός θα συνεχίσει να τις επιδοτεί!
Παρόλα αυτά, αυτό επιζητούν να κάνουν. Γιαυτό υπάρχουν σήμερα στην Κρήτη σχέδια –αιτήσεις και άδειες παραγωγής- για 6.500 MW!
Γιαυτό τρεις εταιρείες έτρεξαν να ενταχθούν στο φαστ τρακ, δεσμεύοντας, οι δύο πρώτες 69 βουνοκορφές για να εγκαταστήσουν 796 ανεμογεννήτριες κι η τρίτη ένα ηλιοθερμικό εργοστάσιο 3.000 στρεμμάτων, σε οροπέδιο στη Σητεία.
Αυτά ξεσήκωσαν την Κρήτη και γιαυτό τόσες συλλογικότητες που αντιπροσωπεύουν παραγωγούς του πρωτογενή και του τριτογενή τομέα, πολιτιστικούς συλλόγους και περιβαλλοντικές οργανώσεις, συγκρότησαν το Παγκρήτιο Δίκτυο Αγώνα κατά των βιομηχανικών ΑΠΕ. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβαν ότι αν γίνουν αυτά τα έργα, θ’ αλλάξει η εικόνα του νησιού, θ’ αλλάξει η ίδια η ζωή κι η προοπτική τους.
Ξέρουν ότι πρόκειται για πολύ μεγάλες εταιρείες ενέργειας της Ε.Ε. και εθνικούς εργολαβικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται εκτός από τις κατασκευές και τα ΜΜΕ, και σε όλες τις μορφές ενέργειας, «βρώμικες» και «καθαρές». Αυτοί που υποσχέθηκαν να απαλλάξουν την Ε.Ε. από διοξείδιο του άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή μέχρι το 2050 αν τους διασφαλιστεί ανεμπόδιστη πρόσβαση σε «μία ευρεία γκάμα επιλογών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας – αποδοτικές καθαρές τεχνολογίες ορυκτών καυσίμων που θα περιλαμβάνουν δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, υψηλής απόδοσης συνδυασμένη παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρισμού και πυρηνική ενέργεια, παράλληλα με ανανεώσιμες πηγές».[5]
Ξέρουν ότι οι ανεμογεννήτριες δεν είναι σύχρονοι ανεμόμυλοι κι ότι η «πράσινη επιχειρηματικότητα» φτειάχνει απλά, «πράσινες Πτολεμαίδες».
Ότι ο εξοπλισμός είναι εισαγόμενος, οι θέσεις εργασίας βρίσκονται στις χώρες κατασκευής του εξοπλισμού και όχι στη χώρα μας, ότι τα αντισταθμιστικά είναι γελοία και ότι μέχρι στιγμής δεν αποδίδονται καν.
Το μόνο που είναι «δικό μας» είναι η υποχρέωση να πληρώνουμε! Πληρώνουμε με τις επιδοτήσεις, πληρώνουμε με τα χρήματα του ΕΣΠΑ, με τις φοροαπαλλαγές του «αναπτυξιακού» νόμου, με τον πενταπλασιασμό του τέλους υπέρ ΑΠΕ τα τελευταία δυο χρόνια, πληρώνουμε με τη γη της ενδοχώρας που θα διαλύσουν δρόμοι και δίκτυα, με τις θέσεις εργασίας που θα χαθούν από παραγωγικές δραστηριότητες που υπάρχουν ή που θα θέλαμε να δημιουργηθούν, με την αναρχία και την καταστροφή του τόπου και του τοπίου, που βάζουν σε κίνδυνο επενδύσεις σε όλους τους τομείς παραγωγής, που σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, έγιναν με επιδοτήσεις από το ίδιο το ΕΣΠΑ!
Ξέρουν ότι μια απλή και αυτονόητη αποκατάσταση των διατάξεων του δασικού κώδικα, που παρέχει από το 2001, σε όλα τα ιδιωτικά έργα ενέργειας τα ίδια προνόμια που είχε κάποτε μόνο η ΔΕΗ, θα έσβυνε από το χάρτη της ΡΑΕ όλα τα έργα που κατά προτεραιότητα δεσμεύουν δάση και δασικές περιοχές.
Γιατί είναι τουλάχιστον γελοίο να συζητούμε για δασολόγιο, για δασοπροστασία, για παράνομη υλοτόμηση κλπ. και να μη θυμόμαστε την αντισυνταγματική αυτή διάταξη που ακόμα και η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο των ΑΠΕ, ζητούσε να φύγει.
Ξέρουν ότι η έμπνευση να κατασκευαστούν υδροηλεκτρικά στην Κρήτη, με αντλησιοταμιευτήρες – μπαταρίες ενέργειας-, με νερό από γεωτρήσεις και με στόχο να πολλαπλασιαστούν οι βιομηχανικές ΑΠΕ, μας φέρνει ακόμα πιο κοντά στη ιδιωτικοποίηση και του νερού κι ανατριχιάζουν όταν ακούν ότι σε πτυχιακές εργασίες υπάρχει κατ’ επανάληψη η διατύπωση «τα υβριδικά συστήματα είναι πολύ χρήσιμα γιατί αποθηκεύουν ενέργεια και θα σταθούν χρήσιμα και σε έργα ύδρευσης και άρδευσης που το δημόσιο και οι Δήμοι αδυνατούν να κατασκευάσουν»!
Ξέρουν ότι ανανεώσιμες είναι μόνο οι πηγές, ο αέρας κι ο ήλιος.
Οι εγκαταστάσεις, οι εξοπλισμοί και τα δίκτυα μεταφοράς δεν είναι ανανεώσιμα. Όταν ο κύκλος λειτουργίας τους τελειώσει – σε μια 25ετία περίπου-, αρχίζει –αν αρχίσει- ο αντίστροφος κύκλος, απόσυρσης και αντικατάστασής τους με νέο εξοπλισμό. Το πιο πιθανό βέβαια είναι, στο τέλος της ζωής τους, να τα δούμε να μετατρέπουν τα βουνά και τις πεδιάδες σε νεκροταφεία παλιάς τεχνολογίας!
Βλέποντας λοιπόν με όρους πολιτικής το σχεδιασμό της ενέργειας, μέσα σε πλαίσια παραγωγικής ανασυγκρότησης, για τα συμφέροντα της χώρας και της κοινωνίας:
- Ξεχωρίζουμε τα επίπεδα, παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και το επίπεδο κάθε χώρας, γιατί ούτε «όλοι μαζί καταστρέφουμε», ούτε «όλοι μαζί ρυπαίνουμε», ούτε «όλοι μαζί κερδίζουμε». Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την κοινωνία, μεγάλους και μικρούς καταναλωτές,
- Καθορίζουμε πρώτα το παραγωγικό πρότυπο και στη συνέχεια σχεδιάζουμε το ενεργειακό πρότυπο που θα το υπηρετεί,
- Προτάσσουμε την εξοικονόμηση ενέργειας και την εξοικονόμηση των πόρων για την ενέργεια και προστατεύουμε, πρώτα απ’ όλα, το νερό και τη γη.
- Σχεδιάζουμε για την ενέργεια, εξασφαλίζοντας ενεργειακή ασφάλεια και αυτάρκεια που να αντέχει, ανεξάρτητα από συνεργασίες και ανταλλαγές. Στο σχεδιασμό αυτό, δεν χωρούν πολιτικοί στόχοι που δεν τεκμηριώνονται, που συνεπάγονται τεράστιες δαπάνες για αμφίβολα αποτελέσματα, που παρεμβαίνουν και αλλιώνουν το παραγωγικό πρότυπο, που μετατρέπουν τη χώρα σε γρανάζι μιας μηχανής, όπως είναι τα διευρωπαϊκά δίκτυα ενέργειας, που άλλοι ελέγχουν,
- πολύ μεγάλη βοήθεια μπορούν να προσφέρουν, επιστήμονες που προσπαθούν να φέρουν την ενέργεια στα μέτρα και τον έλεγχο των ανθρώπων, αν προαχθεί η ανεξάρτητη ακαδημαϊκή έρευνα.
Ειδικά για τις ΑΠΕ, ο ενεργειακός σχεδιασμός θα μπορούσε και θα έπρεπε:
- Να υιοθετήσει και να «μετρήσει» κατά προτεραιότητα ένα πρότυπο αποκεντρωμένης διαχείρισης, που συνδέει τις ΑΠΕ με τις παραγωγικές δραστηριότητες στα πλαίσια της αυτοπαραγωγής, με άμεση διασπορά των ωφελημάτων στην κοινωνία και στις παραγωγικές δραστηριότητες. Ένα τέτοιο πρότυπο, εκ των πραγμάτων συγκεντρώνει τις εγκαταστάσεις στο δομημένο χώρο και στα υφιστάμενα δίκτυα, δεν έχει ανάγκες διανοίξεων νέων δρόμων και εγκαταστάσεων δικτύων στα βουνά και είναι ασύγκριτα πιο οικονομικό για το κοινωνικό σύνολο που στο τέλος πάντα πληρώνει το κόστος των επενδύσεων.
- Να αποδείξει και να εγγυηθεί ότι υποκαθιστά θερμοηλεκτρικά εργοστάσια, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, μόνο και μόνο για να υποστηρίζουν -ως μονάδες βάσης- μια αέναη ανάπτυξη των ΑΠΕ και μάλιστα με στόχο την εξαγωγή ενέργειας σε τρίτους ακόμα κι αν αυτό ζημιώνει τη χώρα,
Από ένα τέτοιο σχεδιασμό, για την κοινωνία και τη χώρα και όχι για τους δείκτες της «πράσινης ανάπτυξης», είναι βέβαιο ότι θα προέκυπτε ανατροπή του συνόλου της πολιτικής και της νομοθεσίας που ισχύει σήμερα.
Εισήγηση στο RESISTANCE FESTIVAL 2013
Αθήνα 22 Ιουνίου 2013
[1] http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22792&subid=2&pubid=63608035
[2] Κώστας Βεργόπουλος, «Η αρπαγή του πλούτου», 2005
[3] http://www.lagie.gr/fileadmin/groups/EDRETH/RES/2013_04_GR_MONTHLY_RES.pdf
[4] http://www.deddie.gr/Documents2/ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΙΚΑ/eleni%20mdn/12.ΠΛΗΡ.%20ΔΕΛΤΙΟ%20-%202012%20-%20Δεκέμβριος-1-03-2013.pdf
[5] http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyepix_2_19/03/2009_308043