Από το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) ανακοινώθηκε ότι σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης South East Europe Energy Outlook 2021, ο ενεργειακός κλάδος αναμένεται να αποτελέσει σημαντικό πόλο έλξης επενδύσεων στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνολικά στην περιοχή κατά το διάστημα 2021 – 2030 αναμένεται να υλοποιηθούν επενδύσεις ύψους 468,643 δισ. ευρώ, έναντι των 272 δισ. ευρώ που προβλεπόταν σε αντίστοιχη έκθεση του 2017.[1]
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τομείς όπου προβλέπονται «ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες» και γι’ αυτό κάνουμε μια αναφορά σ’ αυτές, παρά το γεγονός ότι η ανάδειξη αυτής της παραμέτρου δεν είναι ο σκοπός αυτού του σημειώματος. Το ύψος των προβλεπόμενων επενδύσεων λοιπόν σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση είναι:
- στον τομέα του πετρελαίου 63 δισ. ευρώ έναντι 38,79 δισ. ευρώ στην έκθεση του 2017,
- στον τομέα του φυσικού αερίου 25,15 δισ. ευρώ έναντι 16,55 δισ. ευρώ στην έκθεση του 2017,
- στην συμβατική ηλεκτροπαραγωγή και την αναβάθμιση των δικτύων μεταφοράς και διανομής 150,15 δισ. ευρώ,
- στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (μικρά υδροηλεκτρικά, αιολικά, φωτοβολταϊκά, ηλιοθερμικά, βιομάζα, γεωθερμία) 109,9 δισ. ευρώ,
- στην ενεργειακή αποδοτικότητα 88,7 δισ. ευρώ,
- στις υποδομές φυσικού αέριου 23,303 δισ. ευρώ,
- στις ηλεκτρικές διασυνδέσεις 8,44 δισ. ευρώ και
- στα προγραμματιζόμενα διασυνοριακά έργα 31,743 δισ. ευρώ.
Για τη φύση του προγραμματισμού
Οι «ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες» διαμορφώνονται και πραγματώνονται με βάση τα εθνικά σχέδια όπως το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), τις νομοθετικές ρυθμίσεις όπως τα κίνητρα «απλοποιήσεων» της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και διευκολύνσεων για την αρπαγή της γης, ειδικές ανά περίπτωση, ρυθμίσεις όπως αυτές που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις παραχώρησης και εγκρίνονται από τη Βουλή και βέβαια τις σχετικές χρηματοδοτήσεις και επιδοτήσεις.
Κατά τον ορισμό του νόμου 4001/2011 μακροπρόθεσμος ενεργειακός προγραμματισμός είναι «ο προγραμματισμός των επενδυτικών αναγκών όσον αφορά το δυναμικό παραγωγής, μεταφοράς και διανομής σε μακροπρόθεσμη βάση, προκειμένου να καλύπτεται η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα και να εξασφαλίζεται ο εφοδιασμός των πελατών». Ο ορισμός αυτός είναι σαφέστατος και δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο προγραμματισμός δεν συνδέεται με τις κοινωνικές αλλά με τις επενδυτικές ανάγκες, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ο εφοδιασμός πελατών και όχι πολιτών!
Οι έννοιες του προγραμματισμού και του σχεδιασμού τις τελευταίες δεκαετίες αποτέλεσαν στόχους μεγάλης επίθεσης. Οι θιασώτες του «λιγότερου κράτους» ταύτισαν τις έννοιες αυτές με το ρόλο του κράτους που κατ’ αυτούς θα έπρεπε να είναι περιορισμένος σε όφελος της πολιτικής των «απελευθερώσεων», στη διαδρομή επιβολής του ιδιωτικού τομέα και της αγοράς ως ρυθμιστές κάθε παραμέτρου ζωής. Έτσι δημιουργήθηκε μια μεγάλη σύγχυση σχετικά με το ρόλο του προγραμματισμού, που είναι καθοριστικός για τη λειτουργία του καπιταλισμού, ακριβώς επειδή ταυτίστηκε με το ρόλο του κράτους. Ο προγραμματισμός βέβαια, όπως και το κράτος, όχι μόνο δεν εξαφανίστηκαν αλλά ενδυναμώθηκαν και η άρνησή τους κατέληξε να συσκοτίζει το ρόλο τους.
Όλα αυτά περιγράφονται με πολύ γλαφυρό τρόπο από τον Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ [2] που από τη δεκαετία του 1960 υποστήριζε ότι η ανάγκη του προγραμματισμού απορρέει από τις ίδιες τις συνθήκες προχωρημένης τεχνολογίας. Η τεχνολογία, λέει, καταλήγει πάντα στον προγραμματισμό, αλλά στις πιο προχωρημένες εκδηλώσεις της ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα προγραμματισμού που υπερβαίνουν τας δυνατότητας μιας ανεξάρτητης εταιρείας. Από τις ίδιες τις τεχνολογικές ανάγκες, και όχι από ιδεολογία ή από πολιτικό δόλο, μια εταιρεία θα οδηγηθεί στο να ζητήσει την βοήθεια και την προστασία του κράτους. Πρόκειται για βαρυσήμαντη απόρροια της προχωρημένης τεχνολογίας.
Και στη συνέχεια αναφέρει: Μέχρι το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου ή και λίγο αργότερα, ο προγραμματισμός αποτελούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες μια έννοια που δεν προκαλούσε έντονες αντιδράσεις… Αποτελούσε τίτλο τιμής για το άτομο ο συνετός προγραμματισμός της ζωής του και ομοίως εθεωρείτο σωστό να επαινείται μια κοινότητα που διαρρύθμιζε το περιβάλλον της με προγραμματισμένο τρόπο. Κρινόταν καλό το να ζει κανείς σε καλά προγραμματισμένη, δηλαδή σχεδιασμένη πόλη. Η αμερικάνικη κυβέρνηση διέθετε υπηρεσία Προγραμματισμού των Εθνικών Πόρων…
Όταν όμως άρχισε ο ψυχρός πόλεμος, ο προγραμματισμός απέκτησε πρόσθετη, ιδεολογικού περιεχομένου, έννοια. Οι κομουνιστικές χώρες … επιδίδονταν στον προγραμματισμό, και αυτό θεωρήθηκε ως κίνδυνος περισσότερο σοβαρός. Εφόσον στις κομουνιστικές χώρες ήταν περιορισμένη η ελευθερία, συναγόταν το συμπέρασμα ότι ο προγραμματισμός αποτελούσε θεσμό που μια φιλελεύθερη κοινωνία όφειλε να μην αποδεχθεί.
Η δυσμενής αυτή αντίδραση κατά του προγραμματισμού σημειώθηκε σε άκρως ακατάλληλη στιγμήν και δυσχέρανε την κατανόηση της λειτουργίας της οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων ανεπτυγμένων βιομηχανικών κρατών. Συνέβη σε εποχή όταν όλες οι βιομηχανικές κοινωνίες ήταν υποχρεωμένες να προσφύγουν σε ευρύ προγραμματισμό για να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες ανάγκες της τεχνολογίας και για να λύσουν τα προβλήματα χρόνου και κεφαλαίου που απορρέουν από αυτές τις ανάγκες. Η πραγματικότητα αυτή άρχισε τώρα να γίνεται κατανοητή και η λέξη «προγραμματισμός» επανακτά μέχρι ένα ορισμένο βαθμό την αξιοπρέπειά της. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο το να θεωρούμε ως ανύπαρκτο κάτι που δεν επιδοκιμάζομε. Μία συνέπεια αυτού είναι να κατανοούμε και σήμερα ακόμη πολύ ανεπαρκώς τον τεράστιο ρόλο του προγραμματισμού στην σύγχρονη κοινωνία.
Είναι τελικά φανερό ότι για τους θιασώτες του «λιγότερου κράτους» ο εχθρός δεν ήταν ούτε ο προγραμματισμός ούτε το κράτος. Στόχος τους ήταν η ολοκληρωτική οικειοποίηση τόσο του προγραμματισμού όσο και του κράτους για την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών, δηλαδή το σταδιακό περιορισμό και εν τέλει την κατάργηση του κοινωνικού κράτους σε μια διαδρομή εμπορευματοποίησης όλων των κοινωνικών αγαθών. Το πραγματικό ζητούμενο ήταν λιγότερο κράτος που προγραμματίζει με βάση τις κοινωνικές ανάγκες και περισσότερο κράτος που προγραμματίζει με βάση τις επενδυτικές ανάγκες κι αυτό σήμερα πλέον εκφράζεται ξεκάθαρα και κυνικά.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», φύλλο 607,
8 Οκτωβρίου 2022.
[1] Επενδύσεις 468 δισ. ευρώ στην ενέργεια μέχρι το 2030 στη ΝΑ Ευρώπη – 44 δισ. ευρώ στην Ελλάδα
[2] J. K. Galbraith, Το νέον βιομηχανικόν κράτος, εκδόσεις Παπαζήση, 1969