Τη δεκαετία του ’60, όποιο σοβαρό σύγγραμμα κι αν έπιανες που αφορούσε την ανάπτυξη και την οικονομία, διάβαζες ότι πάγιος χειρισμός του πολιτικού συστήματος, όταν η οικονομία ήταν σε κρίση, ήταν να χρησιμοποιεί την οικοδομική δραστηριότητα «ως παράγοντα θέρμανσης της οικονομίας».
Λεγόταν περιφρονητικά, γιατί τότε μόνο ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας θεωρούνταν τομείς παραγωγικοί.
Ο τριτογενής δεν έχαιρε καμίας εκτίμησης και όλοι τον έβλεπαν ως παρασιτικό και αναγκαίο κακό για τη λειτουργία του συστήματος. Καϋμός μεγάλος ήταν η έλλειψη πόρων για να γίνουν έργα υποδομής. Τότε δεν υπήρχαν τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης. Aπό τότε που άρχισαν να υπάρχουν, το σενάριο δεν άλλαξε: παράγοντας θέρμανσης της οικονομίας και μέτρο για την ανάπτυξη, αποτέλεσαν τα έργα υποδομής.
Τα έργα υποδομής, βέβαια, έχουν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με την απλή οικοδομική δραστηριότητα: έχουν -είχαν τουλάχιστον μέχρι τώρα γιατί κι αυτό τείνει να αλλάξει[1]– χαρακτήρα δημόσιο και μπορούσαν να υπηρετήσουν τους άλλους κλάδους της οικονομίας. Ποιάς οικονομίας όμως αφού, στο μεταξύ, αποδεικνύεται και γίνεται σιγά σιγά αποδεκτό, ότι πρωτογενής και δευτερογενής τομέας δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούν και, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια όλο και συρρικνώνοντα; Και είναι πολλοί οι λόγοι που συρρικνώνονται. Οι βασικοί απ’ αυτούς ανάγονται σε αυτό που κάποτε λέγαμε «διεθνή καταμερισμό» της εργασίας, των αγορών, των ρόλων κλπ. και σήμερα λέμε παγκοσμιοποίηση. Τα τελευταία χρόνια μιλούμε μόνο για ανάπτυξη του τουρισμού και –στην καλύτερη περίπτωση- για ανάπτυξη της τεχνολογίας. Η τεχνολογία έχει το προσόν να μην χρειάζεται έργα υποδομής, με την κλασσική έννοια τουλάχιστον. Έχουν ληφθεί αυτά υπόψη στον σχεδιασμό των έργων υποδομής;
Τη δεκαετία του ’60, που υπήρχε ασύγκριτα λιγότερη δυνατότητα επικοινωνίας, πληροφόρησης, πρόσβασης στη γνώση από ότι σήμερα, η πνευματική εργασία και οι επιστήμονες έχαιραν περισσότερης εκτίμησης και οι ίδιοι είχαν απαιτήσεις από τον εαυτό τους. Δεν είχε αρχίσει ο κατακερματισμός της γνώσης σε υποσύνολα που κάθε ένα να θέλει και να νομίζει ότι αποτελεί το παν, αγνοώντας και υποτιμώντας τα άλλα. Η ανάπτυξη μετριόταν με μαθηματικά κι όχι με αριθμητική. Γινόταν διάκριση ανάμεσα στον συναγωνισμό και τον ανταγωνισμό.
Ο σχεδιασμός του χώρου ήταν απαιτητός από επιστήμονες, που νοιάζονταν τον τόπο και αισιοδοξούσαν ότι μέσα απο τον σχεδιασμό μπορούσε να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο και όχι από τους επενδυτές για να έχουν «ασφαλές επιχειρηματικό περιβάλλον» για να μπορούν να επενδύσουν. Τότε η αειφορία ήταν αυτονόητη δεν χρειαζόταν να εφευρεθεί! Θεωρητικά βέβαια, γιατί ποτέ δε στάθηκε δυνατόν να περάσει κάτι σε στάδιο υλοποίησης. Από τότε πολύ μελάνι χύθηκε, φορείς συστάθηκαν, συσκέψεις σε παγκόσμιο επίπεδο έγιναν, χάρτες και βίβλοι δημοσιοποιήθηκαν για την αειφορία, το περιβάλλον, την περιφερειακή ανάπυτυξη, την πολιτιστική κληρονομιά, την ταυτότητα των τόπων που χάνεται αλλά και για τα δικαιώματα, τις ανισότητες και τη φτώχεια. Έγινε ποτέ καμμιά συνολική εκτίμηση του αναπτυξιακού σχεδιασμού με βάση τις παραπάνω παραμέτρους; Ζητήθηκε ποτέ από την Ευρωπαϊκή Ένωση που χρηματοδοτεί και ελέγχει την υλοποίηση των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης να γίνει;
Η επόμενη μέρα των Ολυμπιακών Αγώνων βρίσκει την Ελλάδα ακριβώς όπως αναμενόταν. Χωρίς χρήματα, χωρίς όραμα, χωρίς σχεδιασμό για τους πολλούς.
Ανεξάρτητα από το ποιός κυβερνά.
Βρίσκει όλους να ανησυχούν για το αν το Δ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης θα δώσει ή όχι πόρους για έργα υποδομής, όχι για να υλοποιηθεί σχεδιασμός αειφορικός αλλά για να συνεχίσουν να ανεβάζουν τους ρυθμούς ανάπτυξης –αυτούς που δεν μετριούνται με μαθηματικά αλλά με αριθμητική- οι κατασκευαστικές.
Βρίσκει τους επενδυτές να πιέζουν για χωροταξικό σχεδιασμό, για σαφείς όρους του παιχνιδιού και το ΥΠΕΧΩΔΕ, που από συστάσεως του δεν μπόρεσε να το κάνει, να υπόσχεται ότι θα το κάνει τώρα! Σχεδιασμό για τις ακτές, για τον ορεινό χώρο, για τις ειδικές μορφές τουρισμού. Με πολιτικούς όρους, αυτούς που υπαγορεύουν οι «αναγκαιότητες» της συγκυρίας: προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, κυρίως στον τομέα του τουρισμού που, όμως, σήμερα περπατάει χέρι-χέρι με την οικοδομική δραστηριότητα. Αυτήν που πάντα ερχόταν να αναθερμάνει την οικονομία σε καιρούς κρίσης.
Κι αφού δεν είμαστε πιά στη δεκαετία του ’60 και κάποιοι αγόρασαν σπίτι –οι υπόλοιποι έτσι κι αλλιώς δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν, ούτε και πιστοληπτική ικανότητα για να πάρουν δάνειο-, μιλούμε για παραθεριστική κατοικία. Κατοικία που θα αγοράσουν μαζικά Έλληνες και Ευρωπαίοι.
Όχι απο αυτούς που τα προηγούμενα χρόνια συντήρησαν σπίτια στα χωριά τους για να κρατήσουν τη σχέση τους με το χωριό, που εγκατέλειψαν όταν πήγαν στην όποια πρωτεύουσα, ή για να αποκτήσουν σχέση με ένα χώρο που ξεχώρισαν και αγάπησαν και πολλοί ανησύχησαν ότι θα μας αλλοτριώσουν. Από αυτούς που επιθυμούν διακοπές σε περιφραγμένο χώρο, καθαρό, που διαθέτει ΣΠΑ, μαρίνα για το κότερό τους ή αυτό που θα ενοικιάσουν, γκόλφ για να μάθουν να παίζουν –γιατί το τέννις πια δε λέει- και κυρίως ασφάλεια και απόσταση απο τους κοινούς θνητούς!
Θα μπορούσε να είναι στην Ελλάδα, στην Ισπανία στην Τουρκία ή στην Τυνησία. Λίγη σημασία έχει!
Θα στερήσει τους πολλούς από δημόσιο χώρο. Θα διατεθούν ακτές, χώροι του δημοσίου για πολλά χρόνια. Αυτοί που απαγορεύεται να περιφράσσονται. Αυτοί που στα περισσότερα μεγάλα ξενοδοχεία είναι περιφραγμένοι και κάποιοι παράτολμοι επιχειρούν να τους παραβιάσουν για να δουν τι θα γίνει.
Αν δεν υπάρχουν μπάρες και φύλακες.
Πολλές απο αυτές τις επενδύσεις θα γίνουν σε περιοχές ΦΥΣΗ 2000.
Έτσι εννοούσαν οι εμπνευστές του δικτύου ΦΥΣΗ 2000 την χρήση του όταν μιλούσαν για ήπια ανάπτυξη και προστασία της βιοποικιλότητας;[2] Κάτι σαν τα μεγάλα πάρκα της Ευρώπης όπου με απορία βλέπουμε –γιατί εμείς τέτοια πάρκα δεν έχουμε- να κυκλοφορούν λαγουδάκια και σκιουράκια τα μόνα που μπόρεσαν να επιβιώσουν;
Οι μεγάλοι επενδυτές ζητούν μακροχρόνιες μισθώσεις δημοσίων εκτάσεων, απαλλαγή του τουριστικού δυναμικού από μονάδες, μικρές ή μεγάλες «που δεν είναι πλέον ανταγωνιστικές και υποβαθμίζουν το προϊόν μας» για να εξυγιανθεί η τουριστική αγορά και να αναβαθμιστούν οι τουριστικοί μας προορισμοί. Προβάλλουν σαν παράδειγμα τον τρόπο που «χωροθετούνται» οι τουριστικές επενδύσεις στην Τουρκία![3]
Αυτές που γίνονται χωρίς σχεδιασμό και που απειλούν τη γειτονική χώρα.[4]
Κι όλα που ζητούν έτσι γίνονται!
Μεθοδεύονται οι μισθώσεις δημοσίων εκτάσεων, ισχύει ο δασοκτόνος νόμος, απλοποιούνται οι διαδικασίες για τις περιβαλλοντικές μελέτες των τουριστικών εγκαταστάσεων, εξαγγέλεται οτι μελετάται ο τρόπος απόσυρσης των τουριστικών καταλυμάτων που δεν είναι πια ανταγωνιστικά, αναζητούνται οι λύσεις μέσω του χωροταξικού σχεδιασμού για την «νομιμοποίηση» των παραπάνω επιλογών, που θα «γράψουν» στο χώρο, περιβαλλοντικά και οικονομικά με τρόπο μη αναστρέψιμο.
Πολλοί πανεπιστημιακοί και άλλοι επιστήμονες αλλά και πολλοί φορείς συνεργάζονται ή σιωπούν.
Σιωπούν και οι μικροί επενδυτές, αυτοί που ποτέ δεν οδηγήθηκαν να επενδύσουν βάσει χωροταξικού σχεδιασμού, που δεν οργανώθηκαν σε δίκτυα, που μέχρι τώρα επένδυσαν ευκαιριακά, ανενόχλητοι και ενθαρρυνόμενοι –για ψηφοθηρικούς λόγους αλλά και για να συμβάλλουν στην ευκαιριακή θέρμανση της οικονομίας όταν δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι-, καταστρέφοντας κι αυτοί το περιβάλλον, αλλά όχι οργανωμένα και με άποψη κι επιχειρήματα γι αυτό, αυτοί που τώρα αποτελούν «είδος προς απόσυρση».
Τι κι αν διαφωνούν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις; Αυτοί οι στενόμυαλοι που απαιτούν την υλοποίηση των εξαγγελιών, αποφάσεων και οδηγιών των ίδιων των κρατούντων, για τη φύση και τους ανθρώπους!
Την ίδια ώρα διαβάζουμε στον καθημερινό τύπο:[5] «Tο ’δαμε κι αυτό! O Eύζωνας, ο Kρητικός και η Γκόλφω παίζουν γκολφ! Όχι δεν είναι, ακόμη, γραμματόσημα, αλλά αυτοκόλλητα, 60.000 τον αριθμό, που τύπωσε το περιοδικό «Golf & Tourism in Greece», για να ταξιδέψουν το ελληνικό γκολφ στις πέντε ηπείρους, με κάθε φάκελο που φεύγει από το περιοδικό. Για το εσωτερικό το σύνθημα είναι «H Eλλάδα παίζει γκολφ» και για το εξωτερικό «Greece is teeing off». Kι όμως, παράλληλα με τη χορηγία του περιοδικού, και τα EΛTA έβγαλαν σε γραμματόσημο των 0,49 λεπτών τον Eύζωνα. Στόχος αυτής της χιουμοριστικής σύνδεσης του αθλήματος του γκολφ με το κατ’ εξοχήν ελληνικό στοιχείο, που αντιπροσωπεύουν οι εθνικές μας ενδυμασίες, είναι να διασκεδάσει τους παραλήπτες του περιοδικού και της αλληλογραφίας του και, «ίσως ίσως –όπως παρατηρεί το “Golf & Tourism in Greece”– να ξεθαρρέψουν οι Eλληνες φίλαθλοι και να ζητήσουν να μάθουν πώς και πού παίζεται και να χτυπήσουν και καμία μπάλα!». [6]
Κατά τα άλλα κάποιοι θριαμβολογούν για την «αποκατάσταση» της ιδέας του τουρισμού που, κατ’ αυτούς, έχει αποδεικτεί ότι αποτελεί πυλώνα της οικονομίας μακριά από παρωχημένες αντιλήψεις ότι θα μετέβαλλε μιά ολόκληρη χώρα σε γκαρσόνια! Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι οι ίδιοι είναι μάνατζερ και όχι γκαρσόνια!
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ταυ» του ΤΕΕ/Ανατολικής Κρήτης
Σεπτέμβριος 2005
[1] Τα έργα υποδομής όλο και περισσότερο εμπορευματοποιούνται και ιδιωτικοποιούνται, όχι μόνο στην κατασκευή αλλά και στη χρήση, -όπως, άλλωστε και γενικότερα ο δημόσιος χώρος-, με αποτέλεσμα να αποκλείουν από τη χρήση τους όλο και περισσότερους χρήστες, πολίτες και επιχειρηματίες, που δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν παρά μόνο αν είναι οικονομικά εύρωστοι.
[2] Τουλάχιστον το 50% των φυτών της Ευρώπης ενδέχεται να χαρακτηριστεί απειλούμενο για το χρονικό διάστημα έως το 2080, εξαιτίας της αλλαγής των κλιματολογικών συνθηκών, σύμφωνα με τα κριτήρια της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης. «Πέρα από τις εργασίες για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, που αποτελεί σημαντικότατη προτεραιότητα για την Επιτροπή, τόνισε ο κ. Δήμας, πρόκληση αποτελεί η διατήρηση της ανθεκτικότητας των οικοσυστημάτων της Ευρώπης εν όψει της μεταβολής κλίματος κατά τις επόμενες δεκαετίες. Θεμελιώδες μέτρο, σημείωσε, θα είναι η διασφάλιση της συνέπειας, της συνέχειας και του ευνοϊκού καθεστώτος διατήρησης για το δίκτυο Natura 2000. Επιπλέον, όπως είπε, θα περιλαμβάνεται και η διατήρηση της ευρύτερης περιοχής υπαίθρου εκτός του δικτύου Natura 2000, η οποία θα ευνοεί την άγρια ζωή και θα εξασφαλίζει τη διαχείριση του δικτύου». (www.express.gr 1-9-05)
[3] “ Ρώτησα σχετικά με την διαδικασία ανέγερσης μιας ξενοδοχειακής μονάδας. Δεν υπάρχουν καθορισμένες τουριστικές περιοχές εκτός από το Belek και μια άλλη νέα περιοχή την οποία ετοιμάζουν τώρα. Ο επενδυτής που έχει στην κατοχή του το οικόπεδο υποβάλει στο Δήμο και στο Τουρκικό Οργανισμό Τουρισμού (ταυτόχρονα) τοπογραφικά, φωτογραφίες κλπ και τεχνική έκθεση στην οποία αναφέρει τι θέλει να φτιάξει. Οι αντίστοιχες υπηρεσίες εντός 15 ημερών συνήθως (μετά από αυτοψία), με μέγιστο τις 30 ημέρες του απαντούν αν συμφωνούν και τους τυχόν όρους για το συγκεκριμένο project. Με τις 2 αυτές εγκρίσεις και όρους ο επενδυτής συντάσσει την αρχιτεκτονική και περιβαλλοντική μελέτη, τις οποίες αποστέλλει πάλι στις δυο αυτές υπηρεσίες οι οποίες πάλι εντός 30 ημερών του εγκρίνουν (ή όχι) τη μελέτη.
Ρώτησα τι γίνεται με τις δασικές εκτάσεις, διότι το Sungate είναι χτισμένο – απόλυτα εναρμονισμένα – σε ένα παραλιακό δάσος. Μου είπαν ότι υπάρχει νόμος, όταν θέλεις να κόψεις ένα δένδρο για τέτοιο σκοπό, είσαι υποχρεωμένος να φυτέψεις δέκα (10) δέντρα και να ασχοληθείς μέχρι να «πιάσουν», σε αναδασωτέα περιοχή που θα προτείνεις ή θα σου υποδείξουν. Άλλως είναι υποχρεωμένη η Δασική Υπηρεσία να το κάνει αυτό και εσύ καλύπτεις τα έξοδα.
Ρώτησα ποια ήταν η διαδικασία με την οποία έγιναν οι κάθετες προβλήτες από φυσικούς ογκόλιθους και η πλευρική μαρίνα. Πάλι ακολουθείται η ίδια διαδικασία με μόνη διαφορά ότι συμμετέχει και η Ακτοφυλακή, η οποία εντός του ιδίου διαστήματος των 30 ημερών στέλνει βατραχανθρώπους, αναγνωρίζουν το βυθό ώστε να δουν αν υπάρχουν αρχαία ή φωλιές ψαριών που να χρειάζονται προστασία, οπότε δίνονται οι αντίστοιχες οδηγίες ή ζητούνται τροποποιήσεις στη χάραξη και δίδεται η αρχική έγκριση. Ακολουθεί η έγκριση των τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου.
Δεν θέλω να αναφέρω άλλες λεπτομέρειες, αλλά τα συμπεράσματα που βγαίνουν, είναι πρώτον ότι υπάρχει μια φιλοεπενδυτική και αναπτυξιακή κατεύθυνση όλης της κρατικής μηχανής και την κοινωνίας. Δεύτερον ότι ακολουθούνται απλές, σύντομες, πρακτικές, αντιγραφειοκρατικές και έξυπνες διαδικασίες που είναι θεσμοθετημένες.” (Συνέντευξη τύπου ΣΕΤΕ 6-7-05 www.sete.gr)
[4] 200.000 πεύκα θα αποψιλωθούν στην Αντάλια-Μαναβγκάτ για το χατήρι του τουρισμού γκολφ. Και δεν είναι μόνο η αποδάσωση αλλά και τα υπόγεια νερά της Αντάλια που απειλούνται λόγω της μόλυνσης από χημικά και την αποστράγγιση. Το WWF Τουρκίας προειδοποιεί τους αρμόδιους να σταματήσουν την υποβάθμιση του εδάφους της περιοχής τώρα. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του WWF Τουρκίας Filiz Demirayak, “Ξενοδοχεία και γήπεδα γκολφ εγκαθίστανται στην περιοχή Αντάλια-Σερίκ χωρίς σχεδιασμό. Οι πολιτικές μη βιώσιμου τουρισμού πολλαπλασιάζουν τις απειλές για το περιβάλλον. Η ερημοποίηση του δάσους του Σοργκούν είναι η ίδια υπεραπλουστευτική προσέγγιση με το σχέδιο εκτροπής των υδάτων από το Κιοπρουκάι”.Η ετήσια, κατά κεφαλήν, ικανότητα νερού στην Τουρκία είναι 1500 μ3. Ακόμα και σε χώρες όπως οι ΗΠΑ όπου η ικανότητα αυτή είναι 16.000 μ3 κατ’ άτομο, οι επιπτώσεις των γηπέδων γκολφ στους υδατικούς πόρους και το περιβάλλον είναι υπό συζήτηση. ( Ανακοίνωση WWF Τουρκίας που δημοσιοποιείται από το www.ecocrete.gr στις 7-9-05)
[5] Καθημερινή (31-8-05) Άρθρο της Ελένης Μπίστικα
[6] Αποσπάσματα συμπερασμάτων από την ημερίδα: «Γήπεδα γκολφ: Ποια τουριστική ανάπτυξη θέλουμε στην Κρήτη;» (21 Μαΐου 2005) στο Πολιτιστικό Κέντρο Χαρουπόμυλος της Πολιτιστικής Εταιρείας Πανόρμου «Επιμενίδης», Πάνορμο Ρεθύμνου, από το Παγκρήτιο Δίκτυο Οικολογικών Οργανώσεων (www.ecocrete.gr)
“Η κατασκευή γηπέδων γκολφ συνδυάζει όλα τα χαρακτηριστικά (εξάντληση υπόγειων υδάτων, καταστροφή φυσικής εδαφοκάλυψης και φυσικής βλάστησης, εκτεταμένες χωματοληψίες, απουσία επιστημονικών εδαφολογικών και υδρογεωλογικών μελετών) που συγκαταλέγονται στους παράγοντες της ερημοποίησης, δηλ. της προοδευτικής υποβάθμισης της δυνατότητας του αβιοτικού περιβαλλοντικού πλαισίου (νερό, έδαφος, ατμόσφαιρα, κλίμα, κ.ά.) να συντηρεί διάφορες μορφές ζωής. Δυστυχώς, ιδιαίτερα για το έδαφος δεν υπάρχει φυσική αντικατάσταση με τα μέτρα του ανθρώπινου χρόνου, αφού η διαδικασία της εδαφογένεσης κινείται σε ρυθμούς γεωλογικού χρόνου (εισήγηση Ν. Δαναλάτου).
Τα γήπεδα γκολφ θεωρούνται επεμβάσεις με μη αναστρέψιμο χαρακτήρα. Η επαναφορά των οικοτόπων με το πέρας της επένδυσης στη φυσική τους κατάσταση είναι σχεδόν αδύνατη, και απαιτεί πολύ χρόνο και κυρίως χρήμα. Αναφερόμαστε τόσο στους οικότοπους που φιλοξένησαν γήπεδα γκολφ όσο και σε εκείνους που δέχτηκαν επεμβάσεις (χωματοληψίες, υδροληψίες, διάθεση υγρών αποβλήτων) ώστε να εξυπηρετήσουν τις επενδύσεις γκολφ και τη δημιουργία γηπέδων. Οι περιοχές αυτές δε μπορούν να χρησιμοποιηθούν ούτε για την παραγωγή τροφής από τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα τοξικά απόβλητα που παραμένουν στο έδαφος και στα νερά – κάδμιο, αρσενικό, υδράργυρος – δεν απομακρύνονται ούτε με τριτοβάθμιους καθαρισμούς νερού (εισήγηση Ε. Μπριασούλη και Ν. Δαναλάτου).
Τα γήπεδα γκολφ στην Κρήτη προγραμματίζονται στον Απηγανιά Δήμου Μακρύ Γιαλού, στη Λαγκάδα Δήμου Μακρύ Γιαλού, στα Πιλαλήματα Δήμου Μακρύ Γιαλού, σε εκτάσεις της Μονής Τοπλού (συγκρότημα γηπέδων), στον Όρμο Φανερωμένης Σητείας (συγκρότημα γηπέδων), στο Παλαίκαστρο Σητείας (συγκρότημα γηπέδων), στα Μάταλα Πυργιωτίσσης Ηρακλείου, στο Μαρουλά Δήμου Ρεθύμνου πάνω στον παράνομο ΧΥΤΑ, στη θέση «Νύφης Ποτάμια» στον οικισμό Παλαίλιμνος Ρεθύμνου και στο Ακρωτήρι Χανίων. Υπάρχουν ήδη στην Ελούντα Μεραμπέλλου (9 οπών, έχει επιχειρηθεί επέκταση του) και στη Χερσόνησο Ηρακλείου (18 οπών).
Συμπερασματικά, οι εγκαταστάσεις γηπέδων γκολφ σε μεσογειακά οικοσυστήματα που βρίσκονται σε διαδικασία υποβάθμισης και ερημοποίησης όπως η Κρήτη, κρίνονται ασύμβατες και δημιουργούν μια σειρά προβλημάτων πολλά από τα οποία είναι μη αναστρέψιμα. Καταλαμβάνουν μεγάλες εκτάσεις είτε εύφορης γης, είτε περιοχών αρχαιολογικής σημασίας, είτε σημαντικών δασικών και φρυγανικών οικοσυστημάτων. Σπαταλούν τους λιγοστούς και πολύτιμους πόρους υδάτων και εδάφους, αλλοιώνουν την φυσιογνωμία του τοπίου, απειλούν την βιοποικιλότητα και επιβαρύνουν το περιβάλλον με πολλούς τρόπους. Ταυτόχρονα αποτελούν επενδύσεις υψηλού ρίσκου με αμφίβολη οικονομική επιτυχία και με ημερομηνία λήξης.
Το μέτωπο απέναντι στα γήπεδα γκολφ, σε περιοχές όπως η Κρήτη, δεν πρέπει να έχει μόνο περιβαλλοντικές αφετηρίες αλλά και κοινωνικές. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η εγκατάσταση γηπέδων γκολφ δεν υπερβαίνει μόνο τη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων, αλλά μας υποβαθμίζει πολιτιστικά, εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες, και δημιουργεί εκτός από τις οικολογικές και οικονομικές κρίσεις και άδηλες ανθρωπιστικές κρίσεις.”