Πως επικράτησε το δόγμα της αέναης προόδου
Διάβασα το βιβλίο χωρίς να σταματήσω και χωρίς να κουραστώ.
Είναι αυτές οι μικρές, κοφτές, αποφασιστικές φράσεις που δεν σου αφήνουν περιθώρια να μπερδευτείς για το τι θέλει να πει ο συγγραφέας.
Είναι οι παραπομπές σε πηγές που τεκμηριώνουν όσα γράφονται, για να σε πείσουν ότι τίποτα δεν είναι γραμμένο χωρίς κόπο και χωρίς έρευνα.
Είναι κι ο εκπληκτικός τρόπος γραφής.
Σε κάθε κεφάλαιο εισάγεται το θέμα. Ακολουθούν παραδείγματα, γεγονότα πραγματικά, πολύ προσεκτικά επιλεγμένα, παρελαύνουν πρόσωπα, γνωστά και λιγότερο γνωστά, από τον Πλάτωνα μέχρι τους αδελφούς Γκριμ κι από το Χίτλερ μέχρι τον (ποδοσφαιριστή) Μέσι!
Συχνά ξεχνάς ότι διαβάζεις δοκίμιο και νομίζεις πως διαβάζεις μυθιστόρημα.
Κάποιες φορές, οι σκηνές είναι σκηνοθετημένες για να γίνουν ακόμα πιο ζωντανές.
Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στο νομικό πεδίο που είναι το προνομιακό του πεδίο.
Δανείζεται πληροφορίες και στοιχεία από άλλες επιστήμες, συνθέτοντας το παζλ. Έτσι, καταφέρνει να δει και να μας δείξει πολύπλευρα, την προσέγγισή του που εν τέλει, είναι μια ξεκάθαρα πολιτική προσέγγιση.
Είναι η δική του προσέγγιση, μέσα από μια δική του διαδρομή.
Δεν περπατάει μέσα σε μια «έτοιμη» διαδρομή, ούτε ιδεολογική, ούτε ακαδημαϊκή.
Δεν ασχολείται με τα αυτονόητα, που μπορεί να κάνουν καθένα να συμμεριστεί εύκολα τις απόψεις του.
Ανιχνεύει το βάθος των αιτιών που φέρνουν τη ζωή μας σε αδιέξοδο.
Για να το κάνει κανείς αυτό, χρειάζεται θάρρος!
Ο συγγραφέας προσεγγίζει την «αειφορία» ως σύστημα, που διαφοροποιείται από τον καπιταλισμό. Κάποια χαρακτηριστικά του συστήματος γίνονται ακραία.
Γράφει: «Το σύγχρονο οικονομικό σύστημα διαφέρει από τον καπιταλισμό επειδή διαμορφώνεται από τους ίδιους τους παίκτες της αγοράς. Όχι όλους τους παίκτες όμως. Μόνο τους ισχυρούς… Νομίζω είναι κάποιες ελάχιστες πολυεθνικές…Σίγουρα είναι εκείνες που παίζουν με τους όρους της αειφόρου ανάπτυξης.»
Αυτό συμβαίνει γιατί ο ρόλος των επιχειρηματιών έχει ενισχυθεί και οι πολιτικοί έχουν μετατραπεί σε «πολιτικούς συμβολαίου».
Όπως λέει «…οι επιχειρήσεις επενδύουν στην πολιτική. Πληρώνουν τις καμπάνιες των πολιτικών, τα σχολεία των παιδιών τους, τα γκαλά των γυναικών τους. Οι πολιτικοί συμβολαίου βγαίνουν στο πάλκο ως avatar επιχειρηματικών ομίλων. Εφαρμόζουν την ατζέντα με όρους εργολαβικής αναδοχής μιας υποχρέωσης με τετραετή διάρκεια. Δεν παράγουν πολιτική. Δεν εκπροσωπούν το λαό…Μιλάμε για εργολαβική σχέση. Οι επιχειρήσεις γίνονται εργοδότες της εξουσίας.»
Την ίδια στιγμή τα κράτη μετατρέπονται σε funds.
Γράφει: «Η ρυθμιστική ισχύς του κάθε κράτους ή της κάθε υπερκρατικής ένωσης μετατράπηκε σε ένα fund διαπραγματευτικής ισχύος».
Η προσέγγιση αυτή, οδηγεί σε σκέψεις.
Το 1992, όταν έγινε η Διεθνής συνδιάσκεψη του Ρίο, δεν είναι μια τυχαία εποχή.
Μπορεί να μην καταγράφεται από τους οικονομολόγους, ως «αλλαγή εποχής», όπως το 1944 με τις συμφωνίες των νικητών του πολέμου, ή το 1971, που σηματοδοτεί την αφετηρία του νεοφιλελευθερισμού.
Ωστόσο, λίγο πριν και λίγο μετά από το 1992 συμβαίνουν πολύ σημαντικά γεγονότα που δρομολογούν σημαντικές εξελίξεις.
Βρισκόμαστε ακριβώς μετά από το τέλος του ψυχρού πολέμου, τα καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης έχουν καταρρεύσει. Η Δύση θριαμβευτικά, αρχίζει να «σώζει» τον κόσμο με «πολέμους για την ειρήνη», αποφασίζοντας για το ποιός είναι πολιτισμένος και ποιός όχι!
Οι ΗΠΑ έχουν ήδη εισβάλλει στον Παναμά (1989).
Το 1990-1991 γίνεται ο πόλεμος του Κόλπου. Διεθνής συμμαχία από τουλάχιστον 31 κράτη, υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ και την εξουσιοδότηση του ΟΗΕ, εισβάλλουν στο Ιράκ για να απελευθερώσουν το Κουβέιτ, δηλαδή για να ελέγξουν τη ροή του πετρελαίου αλλά και μια κρίσιμη από γεωπολιτική άποψη περιοχή.
Στις 18 Απριλίου του 1993 το κυριακάτικο ένθετο των New York Times έχει τίτλο «Επιτέλους, επιστρέφει η αποικιοκρατία! Ήταν πια καιρός!»
Το 1993 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπογράφεται η συνθήκη του Μάαστριχτ.
Η Ενιαία Αγορά ολοκληρώνεται με την καθιέρωση των «τεσσάρων ελευθεριών»: της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών, υπηρεσιών, προσώπων και κεφαλαίων.
Γενικεύεται δηλαδή ξεκάθαρα ο δρόμος της εφαρμογής, όπου τα πάντα ιδιωτικοποιούνται και εμπορευματοποιούνται.
Γράφει ο συγγραφέας: «Με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992, η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη αναθεωρήθηκε, διευρύνθηκε και ενέταξε την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης ρητά στις αρχές και τους σκοπούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας».
Εμείς εδώ, οι πολλοί, δε μαθαίνουμε και πολλά.
Σκεφτείτε, δεν υπάρχει ίντερνετ, πολλές σημαντικές ειδήσεις δεν αναμεταδίδονται, υπάρχει πολύ μικρό ενδιαφέρον για αναζητήσεις, συζητήσεις και αμφισβητήσεις…
Ακόμα και τη δεκαετία του 2000, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας: «Τα εγχώρια ρεπορτάζ ασχολούνταν με την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη, την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων και τους δείκτες του χρηματιστηρίου αξιών…»
Όμως, λέει: «Για να μπορέσει … η κοινωνία να αμφισβητήσει μια πληροφορία χρειάζεται τη γνώση».
Για να προσθέσει αργότερα κατηγορηματικά: «Μόνο μια γνωσιοκεντρική κοινωνία είναι ικανή να αντιμετωπίσει την όποια απόπειρα υποβάθμισης της ποιότητας της ζωής και της αξιοπρέπειας των μελών της».
Σε όλα τα εγχειρίδια, διαβάζει κανείς ότι «στο Ρίο για πρώτη φορά συνδέθηκε η έννοια του περιβάλλοντος με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη».
Σκέφτεται κανείς: δηλαδή ακριβώς στο χρόνο που μπαίνει σε πλήρη εφαρμογή το νεοφιλελεύθερο δόγμα άγριας εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, που «νομιμοποιεί» τη διεθνοποίηση της υφαρπαγής τους, αυτή είναι ακριβώς η στιγμή, που «για πρώτη φορά», θυμούνται οι συστημικές δυνάμεις να θέσουν σε ισότιμη βάση τις έννοιες της κοινωνίας και του περιβάλλοντος, δίπλα στην οικονομική ανάπτυξη;
Μήπως πρόκειται για μια «απάντηση» στις κινητοποιήσεις με αντικείμενο το περιβάλλον;
Με ποιές αφορμές; Αναφέρονται στο βιβλίο.
«Η ρύπανση με διοξίνες στο Σεβέζο της Ιταλίας το 1976, η εκροή χημικών στο Μποπάλ της Ινδίας το 1984, η ρύπανση του Ρήνου από τη Sandoz το 1986 στη Γερμανία και η έκρηξη του εργοστασίου πυρηνικής ενέργειας στο Τσερνόμπιλ της Ουκρανίας το 1986, είναι τα γνωστότερα περιβαλλοντικά ατυχήματα με υπερτοπικό χαρακτήρα».
Μήπως πρόκειται για παραπλάνηση;
Ο συγγραφέας απαντά με σαφήνεια: λέει ότι πρόκειται για παραπλάνηση.
Αναζητά τεκμήρια στον τρόπο που λειτουργεί η διαφήμιση, και τον τρόπο που περνούν τα μηνύματα στο υποσυνείδητο.
Περιγράφει πως σε καιρό ειρήνης, η προπαγάνδα του καιρού του πολέμου, εξελίσσεται σε «δημόσιες σχέσεις» (public relations).
Πως γίνεται η αποστολή και η παραλαβή του μηνύματος.
Γράφει: «Βασισμένο στη μακραίωνη μελέτη του συλλογικού ασυνείδητου, το μήνυμα της αειφόρου ανάπτυξης παραβίασε την ελευθερία, παρέκαμψε τη λογική και προκάλεσε την ηθική ενός ανυποψίαστου κοινού. Μόνο στη λεωφόρο της αντίληψης με άδειο ρεζερβουάρ συναισθηματικού καυσίμου και φορτωμένο με αποσκευές επιχειρηματικού οφέλους, κατευθύνθηκε προς το υποσυνείδητο».
Πρόκειται για ένα «νεολογισμό», και «…ένας νεολογισμός που δεν ακολουθεί κανόνες και παρακάμπτει το δημοκρατικό διάλογο και κοινωνικό έλεγχο, δεν γίνεται αντιληπτός, δεν ανακόπτεται…».
Γιατί το ισχυρίζεται αυτό;
Αναφέρεται στο ιστορικό: «Προκειμένου να αποκτήσουν νομιμοποίηση σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, Ρίγκαν και Θάτσερ, χρησιμοποιούν τον ΟΗΕ… Η ευθύνη …μετακυλά σ’ ένα τρίτο… Σε περίπτωση επιτυχίας του, οι ηγέτες …θα επικροτηθούν… Σε περίπτωση αποτυχίας του …θα τον ανακαλέσουν».
Παρουσιάζει τη σκηνή όπου ο Γενικός Γραμματέας περιβάλλοντος του ΟΗΕ, εξαγγέλει την «αειφορία».
Τονίζει το γεγονός ότι πρόκειται για μη νομιμοποιημένη πολιτική λόγω των διαμεσολαβήσεων εκπροσώπων, πολλοί από τους οποίους δεν είναι καν αιρετοί.
Έτσι, λέει: «το πρόγραμμα… (η Ατζέντα 21), δεν βγήκε από την πολιτική πράξη…ως αποτέλεσμα συνεννόησης ή διαφωνίας…βγήκε από ένα συρτάρι»!
Πως όμως οι «δημόσιες σχέσεις», δηλαδή η προπαγάνδα, παρουσιάζουν τα πράγματα εις βάρος της κοινωνίας και του περιβάλλοντος; Πως ένα δάσος μετατρέπεται σε πάρκο; Το: «Ξεκινήσαμε την οικονομική διαχείριση του δάσου», αποδίδεται ως «Προστατεύουμε την οικολογική ισορροπία του δάσους». Το: «Οικοδομήσαμε 1200 στρέμματα δάσους», αποδίδεται ως «Ανασυγκροτήσαμε τον αστικό χώρο της πρωτεύουσας». Το: «Ιδρύσαμε μια ιδιωτική εμπορική εταιρεία με καταστατικό σκοπό την κερδοσκοπική εκμετάλλευση του δάσους» αποδίδεται ως «Συνδέσαμε ένα πάρκο με την αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας». Το: «Η πρόσβαση είναι ελεύθερη για όλους τους κατόχους εισιτηρίου» αποδίδεται ως «Η πρόσβαση είναι ελεύθερη για όλους». Το: «Είμαστε φορέας εκμετάλλευσης», αποδίδεται ως «Είμαστε φορέας προστασίας» Και το: «Αλλάξαμε τη χρήση γης» αποδίδεται ως «Ελευθερώσαμε το χώρο».
Διαπιστώνει: «Η ιδιωτική εταιρεία δεν εξασφαλίζει τις ατομικές ελευθερίες. Δεν αρνείται όμως να τις διαχειριστεί έναντι αντιτίμου.»
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, «…επειδή το κράτος είμαστε εμείς, όλοι μας έμμεσα και ασυνείδητα επιχορηγούμε την περιβαλλοντική παραπληροφόρησή μας».
Τα ερωτήματα για τα ζητήματα δημοκρατίας είναι αμείλικτα.
«Πόσο δημοκρατικά επιλέγουμε μεταξύ του Α και του Β, όταν μας αποσιωπούν το Γ;»
Γιατί σε παγκόσμιο επίπεδο δεν έχει διεξαχθεί ποτέ ούτε μία δημοσκόπηση που να αναφέρεται στη στάση απέναντι στην αειφόρο ανάπτυξη;
Ο συγγραφέας γράφει το βιβλίο είκοσι χρόνια μετά τη συνδιάσκεψη του Ρίο.
Μπορεί να δει το θέμα απολογιστικά. Μέσα από διάφορα «προγράμματα δράσης», αλλά και μέσα από τα αποτελέσματά τους.
Βλέπει πως τα απολογιστικά στοιχεία δείχνουν πως η «αειφόρος ανάπτυξη», κάθε άλλο παρά έφερε τα αποτελέσματα που υποσχέθηκε.
Η κατάσταση του περιβάλλοντος επιδεινώθηκε.
Αναζητά τις αιτίες.
Πρώτα θέτει τα βασικά ερωτήματα, «πού βρίσκομαι, που δεν θέλω να βρίσκομαι, και που οφείλω να πάω». Τα απαντά με τρεις ιστορίες. Εντυπωσιάζει ιδιαίτερα η ιστορία για το «που δεν θέλω να βρίσκομαι», που αναφέρεται σ’ ένα αγρότη που παραπέμφθηκε στο δικαστήριο για παράνομη χρήση του βρόχινου νερού.
Και τιμωρήθηκε.
Δεν είναι από τη Βολιβία, είναι από το Όρεγκον.
Για να δείξει τη διαφορά δύο συγκρουόμενων αντιλήψεων, αντιπαραβάλλει τον αδηφάγο γαιοσκώληκα, που τη συμπεριφορά του ταυτίζει με τη Δύση, με τη σοφία της μέλισσας που σέβεται το περιβάλλον και προσαρμόζεται σ’ αυτό.
Αναπτύσσοντας, πως ξεκίνησαν οι στοχευμένες δράσεις προώθησης της αειφόρου ανάπτυξης, μέσω επιδοτούμενων προγραμμάτων δράσης, διαπιστώνει ότι σήμερα «…οι χρηματοδοτήσεις εμφανίζονται πλέον κυρίως με τη μορφή κρατικού δανεισμού (που) συνεπικουρείται από τα Προγράμματα Διαρθρωτικής Προσαρμογής του Διεθνούς Νομισματικόυ Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Έτσι παρατηρείται σε κάθε μνημόνιο ή πρόγραμμα αναδιάρθρωσης… να τίθεται η εφαρμογή αειφορικών πολιτικών ως προϋπόθεση χρηματοδότησης».
Αναφέρεται στη «μηχανική της συγκατάθεσης» που αξιοποιείται για τη χειραγώγηση των διοικουμένων, συχνά αντικαθιστώντας συνειρμούς με νέους συνειρμούς.
Για παράδειγμα ο συνειρμός «Η παράλειψη μέτρων για το περιβάλλον οδηγεί σε μη αναστρέψιμες κλιματικές αλλαγές» μετατρέπεται εύκολα στο συνειρμό «Η παράλειψη μέτρων για το περιβάλλον αιτιολογείται στη λογική της ιεράρχησης προτεραιοτήτων για την αποφυγή της οικονομικής πτώχευσης».
Έχουμε δηλαδή «κατασκευή απειλής» και εναλλαγή απειλών κατά περίπτωση.
Γράφει: «Το επίθετο αειφόρος μπαίνει μπροστά όταν πρόκειται να υποστηριχθούν πολιτικές απορρύθμισης και υποχωρεί όταν δημιουργεί προσκόμματα στις αγορές».
Εξετάζει τη «Βιωσιμότητα της βιώσιμης ανάπτυξης».
Διαπιστώνει ότι «όλες οι διεθνείς συνθήκες για την αειφόρο ανάπτυξη διαχρονικά και απαρέγκλιτα προβλέπουν αυστηρές δεσμεύσεις για την οικονομική διακυβέρνηση… Αντίθετα για την περιβαλλοντική προστασία καμιά διεθνής Συνθήκη …δεν προβλέπει δεσμευτικά μέτρα».
Πολύ επιτυχημένη στιγμή είναι αυτή όπου η ερώτηση «πότε ένα αναπτυξιακό μοντέλο είναι οικονομικά διαχειρίσιμο», τίθεται διαδοχικά σ’ ένα γκουρού της πέμπτης λεωφόρου, σε μια μάνα στην όχθη του Νίγηρα και στην τελευταία (ομιλούσα) φώκια της Ανταρκτικής!
Επισημαίνει: «Σήμερα η αειφόρος ανάπτυξη δεσμεύει τις εθνικές κυβερνήσεις σε ατέρμονη παραγωγή, οικονομική μεγέθυνση και εγκαθίδρυση ενός ενιαίου, διαχρονικού και υπερτοπικού συτήματος οικονομικής διακυβέρνησης. Ίσως του καλύτερα συγκαλυπτόμενου πατερναλιστικού συστήματος διακυβέρνησης που γνώρισε ποτέ η Δυτική αν όχι η παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα.
Η διαμόρφωση της αειφορικής ηθικής υπηρετεί τον έλεγχο της νομοπαραγωγής και την εξασφάλιση δικαιιωμάτων μονοπωλιακής διαχείρισης των κοινοχρήστων. Μόνο το ένστικτο παραμένει σύμμαχος του ανθρώπου στην αντίσταση ενάντια στην αειφορική ηθική.»
Αποκαλύπτει ότι απ’ όλες τις χώρες της Ε.Ε., μόνο η Ελάδα έχει ενσωματώσει την έννοια της αειφορίας στο Σύνταγμά της.
Γράφει: «Η αειφόρος ανάπτυξη σαν άλλο ξόανο κρύβεται σιωπηλή στο Ελληνικό Σύνταγμα όπως οι Αχαιοί στην κοιλιά του δούρειου ίππου. Στοχεύει τα εχθρικά προς αυτή συστήματα και εξοπλίζει τον Οδυσσέα της, την κυβέρνηση, με μέτρα καταστολής. Αντιμετωπίζει τους Τρώες της κηρύσσοντας τον πόλεμο σε όποιον διαφέρει από αυτήν. Περίεργο που άλλα ευρωπαϊκά κράτη, με εξαίρεση τη Γαλλία, καίτοι έχουν υιοθετήσει το διάγγελμα της Συνδιάσκεψης του Ρίο, δεν έχουν ενσωματώσει ούτε συστημικά ούτε και γραμματολογικά το εδάφιο «στο πλαίσιο της αειφορίας» στο κείμενο του θεμελιώδους Νόμου τους, πόσο μάλλον στο κεφάλαιο των ατομικών δικαιωμάτων.»
Καταλήγει: «Εντούτοις, η αειφόρος ανάπτυξη, το οικονομικό σύστημα που οριοθετεί την ανθρώπινη συμπεριφορά διαπλανητικά, δεν είναι βιώσιμο αντικειμενικά. Είναι μια πατερναλιστική οικονομική πολιτική που σχεδιάστηκε εκτός εθνικών κοινοβουλίων δίχως λαϊκή νομιμοποίηση. Μια ψευδεπίγραφη διακήρυξη που νομοτελειακά δεν μπορεί να πάει μακριά.»
Εισήγηση σε παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Σμπώκου που διοργάνωσαν το βιβλιοπωλείο Φωτόδεντρο και το Πολύκεντρο Νεολαίας του Δήμου Ηρακλείου.