Η αναθεώρηση του Χωροταξικού Σχεδιασμού εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας της κρίσης. Αν κανείς προσέξει, θα δει ότι οι βασικές προτεραιότητες της αναθεώρησης διαμορφώθηκαν πριν από τα χρόνια της κρίσης και πριν από τις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν από τις κυβερνήσεις μέσα από τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα. Είναι όμως οι ίδιες προτεραιότητες που καθόρισαν και τα αρχικά Χωροταξικά Πλαίσια εθνικού επιπέδου και αποτελούν προεκτάσεις της κυρίαρχης πολιτικής της «ανάπτυξης», με όρους μεγέθυνσης της οικονομίας σε βάρος της κοινωνίας και του περιβάλλοντος.
Τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια για τις ΑΠΕ, τον Τουρισμό, τη Βιομηχανία, εγκρίθηκαν όλα μέσα σ’ ένα εξάμηνο, από το Δεκέμβριο του 2008 μέχρι τον Ιούνιο του 2009.
Αφορούν σε «προτεραιότητες πολιτικής».
Για παράδειγμα, δεν έγινε σχεδιασμός για την ενέργεια, αλλά μόνο για τις ΑΠΕ και κυρίως για τους αιολικούς σταθμούς.
Δεν έγινε σχεδιασμός για τη βιομηχανία αλλά απλά, αυτή οριοθετήθηκε χωρικά έτσι ώστε να μην εμποδίζει τον τουρισμό και τις ΑΠΕ.
Για τον τουρισμό δημιουργήθηκε εργαλείο υπερκείμενο του όποιου σχεδιασμού προϋπήρχε, έτσι ώστε να αναδιανεμηθεί ο χώρος και να κατοχυρωθεί κυρίως για νέους υποδοχείς όπως οι σύνθετες επενδύσεις και γενικότερα γι αυτό που στη συνέχεια θα περιγραφεί νομοθετικά ως «ποιοτικός τουρισμός».
Η ανάγκη για σχεδιασμό εξαντλήθηκε σ’ αυτές τις προτεραιότητες, ενώ μένει στα αζήτητα μέχρι και σήμερα ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός.
Ένας τέτοιος σχεδιασμός θα αναδείκνυε μια σειρά από αντιφάσεις που γεννά ο χωροκατακτητικός χαρακτήρας των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων σε σχέση με τις δραστηριότητες πολιτικής προτεραιότητας[1] και ο περιβαλλοντικά καταστροφικός τους χαρακτήρας ως προς τον πρωτογενή τομέα, τις κατ’ ευφημισμό προστατευόμενες περιοχές, τις ακτές και τα ορεινά.
Τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια έπονται σημαντικών πολιτικών επιλογών της δεκαετίας ‘90, όπως π.χ. η πολιτική για την «αειφορία», για τις διάφορες «απελευθερώσεις» -μεταξύ των οποίων η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας- στη συνέχεια η «πράσινη ανάπτυξη» κλπ, προηγούνται όμως της δημιουργίας νομοθετικού πλαισίου που θα διασφάλιζε τις επιλογές αυτές.
Το νομοθετικό πλαίσιο, τόσο τα διαδοχικά νομοθετήματα για τον τουρισμό και την ενέργεια ως περιεχόμενο, όσο και αυτά για τις διευκολύνσεις στις «στρατηγικές επενδύσεις» (φαστ τρακ) και την «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας (ΤΑΙΠΕΔ – Υπερταμείο) ως διαδικασία εφαρμογής, επιχειρούνται λίγο πριν από την κρίση, συναντούν σοβαρά εμπόδια αντιδράσεων αλλά και συμβατότητας με την υπόλοιπη νομοθεσία και εν τέλει χτίζονται καταιγιστικά τα χρόνια της κρίσης.
Οι αντιδράσεις τώρα είναι πολύ πιο περιορισμένες σε σχέση με αυτές που εκδηλώθηκαν όταν εγκρίθηκαν τα Ειδικά Πλαίσια, κυρίως λόγω της επικέντρωσης σε αυτά που αποκαλούνται κεντρικά πολιτικά ζητήματα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και δύο δεκαετίες απαντά μονότονα ότι ο Χωροταξικός Σχεδιασμός αποτελεί αντικείμενο των κρατών – μελών. Ωστόσο, η επιβολή συγκεκριμένης πολιτικής που εκφράζεται με έκδοση οδηγιών με διακρατικά χαρακτηριστικά εφαρμογής και οι υποχρεώσεις ενσωμάτωσής τους από τα κράτη – μέλη, αφήνει ελάχιστα περιθώρια διαφοροποιήσεων κι αυτό μόνο σε όσους είναι ισχυρότεροι και μπορούν να το επιβάλλουν.
Η πολιτική που διαμορφώνεται συγκεντρωτικά χωρίς διάλογο ή και συγκρούσεις, δημιουργεί παράλληλα ένα νέο αφήγημα που περιγράφει ένα δίπολο, με τη μια πλευρά του να αποτελείται από «ευρωπαϊστές» και την άλλη από «αντιευρωπαϊστές». Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια πλευρά που σχεδιάζει το παρόν και το μέλλον στα μέτρα μικρού τμήματος της κοινωνίας και μια άλλη πλευρά που είτε καταναλώνει είτε αμφισβητεί με διάφορους τρόπους αυτό το σχεδιασμό.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες αναθεωρείται ο Χωροταξικός Σχεδιασμός, με πολύ αυστηρές προδιαγραφές που επιβάλλουν την ενσωμάτωση της κυρίαρχης πολιτικής της «ανάπτυξης» και οδηγούν μονοσήμαντα το αποτέλεσμα.
Η σειρά που ακολουθείται είναι η ίδια που είχε ακολουθηθεί και τη δεκαετία του 2000, με τα Περιφερειακά Χωροταξικά να προηγούνται των Ειδικών Πλαισίων εθνικής εμβέλειας, και τα Ειδικά Πλαίσια να προηγούνται της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής.
Ενώ δημοσιεύονται σταδιακά οι εγκριτικές αποφάσεις για τα Περιφερειακά Χωροταξικά, εκπονείται το νέο Ειδικό Πλαίσιο για τον τουρισμό, βρίσκεται υπό ανάθεση το Ειδικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ και έχουν εξαγγελθεί, Ειδικό Πλαίσιο για τους ορυκτούς πόρους και για τη νέα Εθνική Χωρική Στρατηγική.
Θα επαναληφθεί λοιπόν το γνωστό σκηνικό του ποιό από τα δύο υπερισχύει, το κάθε Ειδικό Χωροταξικό ως εθνικής εμβέλειας, ή το Περιφερειακό Χωροταξικό ως εξειδικευμένο στα χαρακτηριστικά της κάθε Περιφέρειας;
Η εγκριτική απόφαση του Περιφερειακού Χωροταξικού της Κρήτης το απαντάει με σιβυλλικό τρόπο στο τελευταίο του άρθρο: «Οι τυχόν αντιφάσεις ή αποκλίσεις του παρόντος περιφερειακού χωροταξικού πλαισίου σε σχέση με τα υπερκείμενα εν ισχύ Γενικό και Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια, οι οποίες δεν αποτελούν εξειδικεύσεις/ συμπληρώσεις αυτών, ισχύουν υπό τον όρο ενσωμάτωσης τους στα Πλαίσια».
Το ερώτημα είναι: Ποιές είναι οι «αντιφάσεις ή αποκλίσεις» που αποτελούν και ποιές που δεν αποτελούν «εξειδικεύσεις /συμπληρώσεις»;
Το πιθανότερο είναι ότι όσο θα διατηρείται ένα «ευέλικτο» θολό τοπίο συγκρούσεων οι απαντήσεις θα αναζητούνται στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Το αναθεωρημένο Χωροταξικό της Κρήτης
Σε σχέση με τον τουρισμό,
το Χωροταξικό αναπληρώνει την έλλειψη -λόγω ακύρωσής του από το ΣτΕ- Ειδικού Πλαισίου γα τον τουρισμό, περιγράφοντας τις ίδιες περίπου ζώνες και κυρίως, με τα ίδια χαρακτηριστικά του Ειδικού Πλαισίου.
Επίσης «χωροθετεί»:
α)τρεις μεγάλους δημόσιους χώρους ως κατάλληλους να υποδεχθούν «μεγάλες επενδύσεις», την περιοχή του νυν αεροδρομίου Νίκος Καζαντζάκης, το χώρο του Α/Σ Λινοπεραμάτων και την έκταση της πρώην Αμερικάνικης Βάσης στις Γούρνες, με έμφαση στον τουρισμό και
β) δημοπρατημένο έργο, το αεροδρόμιο στο Καστέλλι, κατά την προσφιλή τακτική η δρομολόγηση των έργων να προηγείται του σχεδιασμού.
Σε σχέση με την ενέργεια,
«χωροθετεί» κάθε μορφής ενεργειακά έργα, έτσι όπως προκύπτουν από την προτεραιότητα «Κρήτη ενεργειακός κόμβος» μέσα σε μια χώρα όπου ισχύει η ίδια προτεραιότητα για όλες τις περιφέρειες.
Η έμφαση στην ενέργεια είναι προφανής τόσο σε σχέση με τους αγωγούς και τις διασυνδέσεις,[2] όσο και με τις εξορύξεις θέτοντας κυριολεκτικά στην υπηρεσία τους τοπικούς φορείς, υποδομές και αστικά κέντρα[3] και βέβαια σε τεράστιους κινδύνους το παραγωγικό πρότυπο της Κρήτης με τα διαχρονικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά του.
Παράλληλα διατηρεί το αφήγημα της «πράσινης ανάπτυξης», χωρίς να μπαίνει στον κόπο να αιτιολογήσει τις αντιφάσεις.
Συμπληρωματικά για την ενίσχυση του ίδιου σκοπού:
α) δίνει έμφαση στη μεταλλευτική δραστηριότητα «σύμφωνα με τις χωροταξικές κατευθύνσεις της Εθνικής Πολιτικής για την αξιοποίηση των Ορυκτών Πρώτων Υλών» με σαφή αναφορά στην ενέργεια (κοιτάσματα υδρογονανθράκων),
β) αναφέρεται σε ενεργειακή αξιοποίηση των αστικών απορριμμάτων, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα από τον περιφερειακό σχεδιασμό, που κατά τ’ άλλα υιοθετεί.
Σε σχέση με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας,
οι αντιδράσεις υποτιμούνται, αντίθετα γίνεται κριτική ότι: «…δεν προωθήθηκαν ικανές ενέργειες και δράσεις στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου ώστε να προσδώσουν (στην Κρήτη) τα χαρακτηριστικά που αναδεικνύουν την ανταγωνιστικότητά της, για να χρησιμεύσει ως πιλοτική περιφέρεια, κέντρο επίδειξης και ανταλλαγής εμπειριών και μεταφοράς τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, παρόλο που επιτεύχθηκε σημαντικός αριθμός διείσδυσης ΑΠΕ». (Προοίμιο Β8)[4]
Αρχική άποψη της μελέτης ήταν η χωροθέτηση των ΑΠΕ σε ζώνες και αυτό διατηρείται στην εγκριτική απόφαση[5]
Επειδή όμως στο Ειδικό Πλαίσιο των ΑΠΕ δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο, ενώ παράλληλα είχε κατατεθεί άποψη από την Περιφέρεια για αποκλεισμό των περιοχών NATURA 2000, εν τέλει στην απόφαση ορίζεται ότι η χωροθέτηση στις περιοχές NATURA 2000 και αποκλείεται και δεν αποκλείεται![6]
Οι αντιφάσεις αυτές εντείνονται με την καταληκτική διατύπωση του άρθρου 22 ότι οι αποκλίσεις από τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια ισχύουν υπό τον όρο ενσωμάτωσης τους σ’ αυτά.
Στα Περιφερειακά Χωροταξικά που υπογράφονται σταδιακά, εμφανίζονται «ζώνες εγκατάστασης», πάντα με την ίδια αίρεση, τη μελλοντική συναίνεση δηλαδή ενός Ειδικού Πλαισίου που δεν έχει ακόμα συνταχθεί.
Ενώ δρομολογείται η αναθεώρηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ,
οι πιέσεις που ασκούνται είναι έντονες, τόσο από τις ομάδες συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στις ΑΠΕ, όσο και από την κοινωνία στις περιοχές που θίγονται, όπως αποτυπώνονται στην επικαιρότητα.
Στις συγκρούσεις αυτές έρχονται να προστεθούν οι συγκρούσεις σε όλα τα επίπεδα (τοπικό – εθνικό – διεθνές) που σχετίζονται με τη «γαλάζια ανάπτυξη» των εξορύξεων υδρογονανθράκων.
Το τοπίο θα (ανα)διαμορφώνεται διαρκώς, με βάση την εξέλιξη αυτών των συγκρούσεων, συμπεριλαμβανομένων βέβαια, των γεωπολιτικών εξελίξεων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό «ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ»
https://oikotopia.org/2019/02/17/anatheorisi-horotaxikou-shediasmou/
και στην ιστοσελίδα
https://amak.gr/index.php/apopseis/2029-i-anatheorisi-tou-xorotaksikoy-sxediasmoy-tis-vannas-sfakianaki
[1] Αν επιχειρήσει κανείς να εφαρμόσει σε χρήσεις γης ταυτόχρονα τα Ειδικά Χωροταξικά του Τουρισμού και των ΑΠΕ θα διαπιστώσει ότι αυτό είναι αδύνατον λόγω αλληλοεπικαλύψεων.
[2] «Επιδιώκεται η ενεργή συμμετοχή των φορέων της Περιφέρειας στην προώθηση της κατασκευής αγωγών Φυσικού Αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο / Κύπρο – Ανατολική Κρήτη – Ηπειρωτική Χώρα και προς χώρες ΕΕ, στην προώθηση της ανάπτυξης του Συστήματος Μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας της νήσου Κρήτης, με την διασύνδεσή του με το ηπειρωτικό Εθνικό Σύστημα Μεταφοράς, καθώς και στην προετοιμασία -με ερευνητικά προγράμματα- δράσεων για την προστασία του περιβάλλοντος… Εξετάζεται ο συνδυασμός των χερσαίων εγκαταστάσεων των αγωγών με τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις των Ενεργειακών Κέντρων και ειδικότερα Ενεργειακού Κέντρου Αθερινόλακκου ή ακόμη και του Λιμανιού Τυμπακίου ή και της Ιεράπετρας.» (Άρθρο 2, παρ.3)
[3] «Λαμβάνονται ουσιαστικές μέριμνες για την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαφύλαξη της εδαφικής συνοχής… στο πλαίσιο και της προώθησης της εκμετάλλευσης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στο Ιόνιο και στα νότια της Κρήτης. Η επιλογή του χώρου για τις χερσαίες εγκαταστάσεις της δραστηριότητας, που πιθανότατα τοποθετούνται στις ευαίσθητες ακτές της Νότιας ή της Δυτικής Κρήτης, τόσο κατά τη διάρκεια των εργασιών όσο και για την οριστική τους θέση, είναι καίριας σημασίας και κρίνεται σκόπιμο η χωροθέτηση των συνοδών χερσαίων εγκαταστάσεων να συνδυαστεί με χώρους που συνορεύουν με τα υφιστάμενα αστικά κέντρα Τυμπάκι, Καστέλι Κισσάμου, Ιεράπετρα.» (άρθρο 2, παρ.4)
[4] Κι αυτό τη στιγμή που στην Κρήτη η εγκατεστημένη ισχύς σε ΑΠΕ είναι 279,40 MW*, με συμμετοχή στην ηλεκτροπαραγωγή 28,48%* και υπάρχει κορεσμός λόγω στοχαστικότητας των ΑΠΕ. Επιδιώκεται υπέρβαση των ορίων, μέσω της διασύνδεσης και της ενεργειακής χρήσης νερού (αντλησιοταμιευτήρες) που το Πλαίσιο προάγει.
[5] «Επιδιώκεται η χωρική οργάνωση των εγκαταστάσεων παραγωγής -με λειτουργία στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό από ΑΠΕ- και μεταφοράς/ διανομής ενέργειας, ως εξής:
(1) στην ευρύτερη ζώνη των προβλεπόμενων τριών Ενεργειακών Κόμβων της Κρήτης στον Αθερινόλακκο, στον Κορακιά Ηρακλείου και στην Ξυλοκαμάρα Χανίων (2) στις κεφαλές των μεγάλων Φραγμάτων για την ενεργειακή αξιοποίηση των ταμιευτήρων που υλοποιήθηκαν και αυτών που πρόκειται να υλοποιηθούν… (3) σε «ευρείες χωρικές ενότητες αναζήτησης για εγκαταστάσεις ΑΠΕ», ισόρροπα κατανεμημένες στο χώρο της Κρήτης, οι οποίες εντοπίζονται με πολυκριτηριακή θεώρηση και αναφέρονται ως υποδοχείς…» (άρθρο 15, παρ. 1)
[6] «…η συγκέντρωση εγκαταστάσεων για παραγωγή ενέργειας προς πώληση από ΑΠΕ νοείται ως γενική χρήση γης εντός των «ευρέων ζωνών αναζήτησης»… οι οποίες δύναται να εξειδικεύονται καταλλήλως από τα υποκείμενα επίπεδα σχεδιασμού, χωρίς όμως να αποκλείεται η εγκατάσταση μονάδων ΑΠΕ σε περιοχές εκτός αυτών των ζωνών. Η όποια εγκατάσταση μονάδων ΑΠΕ και ειδικότερα Αιολικών Πάρκων σε περιοχές NATURA 2000 υπόκειται στο σύνολο των ισχυουσών περιβαλλοντικών διατάξεων…
Τέλος, ως υποστηρικτικό εργαλείο της αρχής της συγκεντρωμένης ανάπτυξης, αλλά και ως επιπρόσθετο μέτρο για την προστασία του ευαίσθητου περιβάλλοντος του νησιού, εξαιρούνται οι περιοχές του δικτύου NATURA 2000 και οι λοιπές προστατευόμενες περιοχές από την εγκατάσταση Αιολικών και Ηλιοθερμικών Πάρκων. Ειδικά για τα Ηλιοθερμικά Πάρκα, λόγω του εκτατικού χαρακτήρα τους και της σημαντικής περιβαλλοντικής υποβάθμισης που προκαλούν, αποφεύγεται η όποια περαιτέρω αδειοδότηση για εγκατάστασή τους σε όλη την Κρήτη.» (άρθρο 6, παρ. 3)