Θα αναφερθώ στις τεράστιες δυσκολίες που συναντούν οι κινήσεις πολιτών προσπαθώντας να συνθέσουν και να εξειδικεύσουν τα χαρακτηριστικά της πραγματικότητας, έτσι ώστε να μπορέσουν να διαμορφώσουν αξιόπιστα αιτήματα και να δώσουν πειστικές απαντήσεις στις τοπικές κοινωνίες, απαντήσεις που να μην είναι απλά ιδεολογικού χαρακτήρα. Ένα δεύτερο «πακέτο» προβλημάτων προέρχεται από τη δυσκολία να ακουστούν, πόσο μάλλον να πείσουν μια κοινωνία που κυριαρχείται από άλλα «αυτονόητα», που εμπλέκεται σε διάφορους βαθμούς με τη λειτουργία του «αναπτυξιακού» προτύπου που έχει καθιερωθεί, βιωματικά, ιδεολογικά ή απλά κομματικά. Η εμπλοκή αυτή οδηγεί συχνά τμήματα της κοινωνίας σε στάσεις ακατανόητες, διαφορετικές ακόμα κι απ’ αυτό που μοιάζει προφανές.
Ο αγώνας είναι ιδιαίτερα άνισος και οι παράμετροί του αναδεικνύουν το βάθος των αλλαγών και τις αναγκαίες συνέργειες που προϋποθέτει ακόμα και η διατύπωση, πόσο μάλλον η υλοποίηση ενός εναλλακτικού πρότυπου ανάπτυξης.
Τον Αύγουστο του 2005, μεταφράστηκε και αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα ΟΙΚΟΚΡΗΤΗ ένα σημαντικό άρθρο της Δρ. Christine Richter, Οικονομολόγου, Γεν. Γραμματέα της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ταξιδιωτικών Συντακτών & Ανταποκριτών με θέμα «Αειφόρος ανάπτυξη και τουρισμός: μερικά θεμελιώδη ερωτήματα».[1]
Το κείμενο αυτό ήρθε να συμπληρώσει όσα ήδη είχαμε μάθει στην πολύ σημαντική ημερίδα «Γήπεδα γκολφ: Ποια τουριστική ανάπτυξη θέλουμε στην Κρήτη;» που είχε διοργανώσει το Παγκρήτιο Δίκτυο Οικολογικών Οργανώσεων το 2005[2], όπου ειδικοί επιστήμονες φώτισαν όλες τις επιπτώσεις από τη δημιουργία γηπέδων γκολφ σε φυσικούς και πολιτιστιστικούς πόρους (νερό, έδαφος, τοπίο), που μέχρι τότε δεν ήταν καθόλου γνωστές. Η εκδήλωση αυτή έγινε σε μια φάση όπου είχε γίνει γνωστό ότι σχεδιαζόταν διάφορες επενδύσεις στην Κρήτη, αυτές που ονομάζονται «σύνθετες», περιλαμβάνοντας ξενοδοχεία, παραθεριστικές κατοικίες, γήπεδα γκολφ και άλλες εγκαταστάσεις που προσφέρουν στους χρήστες τους «ολοκληρωμένη εμπειρία» διακοπών σε τεχνητά δημιουργημένους χώρους, μακριά και έξω από το σύνηθες κακοποιημένο περιβάλλον της άναρχης «ανάπτυξης» των τελευταίων δεκαετιών. Ανάμεσα στις επενδύσεις αυτές, η μεγαλύτερη ήταν αυτή στο ανατολικότερο άκρο της Κρήτης, το Κάβο Σίδερο, σε μια παρθένα περιοχή, τμήμα του Δικτύου Νατούρα, με διάσπαρτους αρχαιολογικούς χώρους, που σε άλλες χώρες ή υπό άλλες προϋποθέσεις θα την είχαν καταστήσει προ πολλού φυσικό – αρχαιολογικό πάρκο.
Αυτό που αναδεικνύει η Christine Richter, στο άρθρο της είναι ότι δεν υπάρχει ούτε μία χώρα που να γνωρίζει με ακρίβεια το καθαρό κέρδος από τον διεθνή τουρισμό στο έδαφος της, αναφέρει μάλιστα ότι «Το μερίδιο της τοπικής οικονομίας από τα συνολικά έσοδα μπορεί να περιοριστεί ακόμα και στο 10%, όταν για παράδειγμα οι τουρίστες μετακινούνται με πτήσεις τσάρτερ ξένων συμφερόντων, όταν διαμένουν σε ξενοδοχεία ιδιοκτησίας διεθνών επιχειρηματικών αλυσίδων, όταν στον τόπο διακοπών επιλέγουν τις υπηρεσίες πρακτορείων που είναι εξαρτημένα από τους διεθνείς τουριστικούς πράκτορες που τους πούλησαν το αρχικό πακέτο διακοπών».
Παράλληλα, η Christine Richter δεν παραλείπει να θέσει το ερώτημα σχετικά με το κόστος των απαραίτητων υποδομών για τον τουρισμό, (δρόμους, αεροδρόμια, επικοινωνίες, ύδρευση, παροχή ενέργειας, κ.ά.) που συγκεντρώνονται στις ανεπτυγμένες τουριστικά ζώνες, ενώ εκλείπουν παντελώς από τα υπόλοιπα – μη τουριστικοποιημένα – τμήματα της χώρας και το αν αξίζει να επενδυθούν τόσο μεγάλοι χρηματοδοτικοί πόροι σε τέτοιου είδους υποδομές, αν αυτές δε συμβάλλουν θετικά στο βιοτικό επίπεδο του τοπικού πληθυσμού. Το ερώτημα αυτό δημιουργεί αυτονόητα συνειρμούς και θέτει πολύ σοβαρά ζητήματα για την εξέλιξη του τουρισμού στη χώρα μας και τη διαδοχή εποχών και στάσεων, από την πρώτη οργανωμένη παρέμβαση της δεκαετίας του ΄60 -μέσω του ΕΟΤ- μέχρι σήμερα που η όποια ρύθμιση θεωρείται «γραφειοκρατικό εμπόδιο» και από τα θαλασσοδάνεια της χούντας στις επιδοτήσεις των αναπτυξιακών νόμων και τις «επιλέξιμες δαπάνες» των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων.
Γνωρίζοντας πολύ καλά την εμμονή του πολιτικού συστήματος στην προσέλκυση «μεγάλων επενδύσεων» και την επιλογή υποκατάστασης του πρωτογενή και δευτερογενή τομέα από τον τριτογενή, προσπαθήσαμε να κατανοήσουμε το νέο «φαινόμενο» των σύνθετων τουριστικών επενδύσεων. Ένα από τα πρώτα αποτέλεσμα ήταν η δημοσίευση το Σεπτέμβριο του 2005 στο Ε.Δ. του ΤΕΕ και στην ιστοσελίδα του ΟΙΚΟΚΡΗΤΗ του άρθρου «Ανάπτυξη και …δεκαοκτώ τρύπες στο νερό!»[3] από την παράταξη «Αυτόνομοι Μηχανικοί Ανατολικής Κρήτης».
Νέα σημαντικά στοιχεία για τις μεγάλες τουριστικές επενδύσεις και την πραγματική συμβολή τους στην τοπική ανάπτυξη πρόσθεσαν οι εισηγήσεις που έγιναν στην ημερίδα της Σητείας[4] το Φεβρουάριο του 2006 και η ανακοίνωσή του Καθηγητή Οικονομικής Γεωγραφίας και Τοπικής Ανάπτυξης του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Κωστή Χατζημιχάλη[5] στην 5η Παγκρήτια Συνάντηση Περιβαλλοντικών Οργανώσεων (Ηράκλειο, 9.12.2006). Τα στοιχεία για τον κύκλο ζωής ενός τουριστικού τόπου, τα τοπικά έσοδα από διαφορετικού τύπου τουριστικές δραστηριότητες, τις προμήθειες των τουριστικών μονάδων, την απασχόληση και την αγορά εργασίας, ήταν πολύτιμα αλλά και εξαιρετικά δυσεύρετα. Τίθεται το ζήτημα πόσες τέτοιες έρευνες γίνονται στα Πανεπιστήμια σήμερα και αν τέτοια στοιχεία υπάρχουν, πόσο χρήσιμη θα ήταν η ευρεία δημοσιοποίησή τους.
Λίγο αργότερα το Ειδικό Χωροταξικό του Τουρισμού του κ. Σουφλιά έφερε στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο όλα τα κρίσιμα ζητήματα και μαζί πολλή αρθρογραφία για το ισπανικό τουριστικό μοντέλο, με τα condo hotels, την καταστροφή των ακτών αλλά και τα σοβαρά πολεοδομικά σκάνδαλα που έφθασαν μέχρι το Ευρωκοινοβούλιο. Είναι όλα αυτά που επαναφέρει η σημερινή κυβέρνηση και μάλιστα με την πίεση συνθηκών μνημονίου, αντίθετα από όσα λέγαν τότε σημερινοί υπουργοί της. Τίθεται το ζήτημα που είναι σήμερα όλοι αυτοί που είχαν σχηματίσει το 2008 ένα μέτωπο αντιπαράθεσης σ’ αυτά τα σχέδια…
Ψάξαμε να βρούμε ποιά είναι η κατανάλωση του τουριστικού τομέα σε δύο τουλάχιστον βασικούς πόρους, ενέργεια και νερό, για να διαπιστώσουμε ότι τέτοια στοιχεία δεν υπάρχουν. Παρατηρήσαμε, παράλληλα, ότι το πολύ μεγάλο ποσοστό κατανάλωσης νερού από τον πρωτογενή τομέα που συνήθως προβάλλεται, δεν μειώνεται παρά το γεγονός ότι ο πρωτογενής τομέας στη χώρα μας μειώνεται δραματικά, πράγμα που δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά.
Γνωρίζοντας πολύ καλά το ατελέσφορο των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που εν τέλει, στην καλύτερη περίπτωση, μελετούν τις προϋποθέσεις κατασκευής των έργων και ποτέ τη μηδενική λύση, παρατηρούμε τη διαγραφή από την όποια ατζέντα σήμερα, της μελέτης σκοπιμότητας των έργων, την παντελή έλλειψη κοστολόγησης των προγραμμάτων, τις αλχημείες στην υποτιθέμενη μέτρηση νέων θέσεων εργασίας, χωρίς ποτέ να μετριούνται αυτές που χάνονται από δραστηριότητες που στη θέση τους δημιουργούνται άλλες.
Γνωρίζοντας πολύ καλά το πως η πολιτική των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων και το άγχος της «απορρόφησης» πόρων υποκατέστησαν τη διαδικασία καθορισμού αναπτυξιακού προτύπου της χώρας με ανάλυση, διάγνωση αναγκών και διατύπωση προτάσεων, μάταια προσπαθούμε να βρούμε στοιχεία για την πραγματική ωφέλεια της χώρας από τα χρηματοδοτικά «πακέτα» πέρα από απρόσωπους λογιστικούς δείκτες, δείκτες που σήμερα έπαψαν να είναι ανοδικοί. Παρατηρούμε ότι όλες οι μετρήσεις για το μέλλον, κάθε δραστηριότητας και κατανάλωσης, «οφείλουν» να βαίνουν αυξητικά, να χάνεται ένας βασικός κανόνας, η εξοικονόμιση πόρων κι αυτό να ονομάζεται ανάπτυξη!
Ζήσαμε και ζούμε μια απίστευτη διελκυστίνδα αντικρουόμενων επιχειρημάτων μεταξύ των εννοιών του «κρατικού» και του «ιδιωτικού» και την πλήρη απαξίωση και απουσία της έννοιας του δημόσιου συμφέροντος με στόχο να απαλειφθεί εντελώς από την κοινωνική αξιακή συνείδηση.
Αντιμετωπίζουμε πολιτικο – οικονομικό – κοινωνικούς παραλογισμούς στη χωροθέτηση των έργων, όπως στις περιπτώσεις «χωροθέτησης» λιμενικού διαμετακομιστικού κέντρου στον κόλπο της Μεσαράς και νέου αεροδρομίου στο Καστέλι, με προφανείς επιπτώσεις στην παραγωγή και το περιβάλλον.
Στην πρώτη περίπτωση, ένα διαμετακομιστικό κέντρο κυριολεκτκά «φυτεύεται» σε ένα κόλπο όπου βρίσκονται δύο πολύ γνωστοί –αν και καποιημένοι- τουριστικοί προορισμοί (Μάταλα και Αγία Γαλήνη), δραστηριότητες ήπιας τουριστικής ανάπτυξης με αποκαταστάσεις σπιτιών σε οικισμούς, τρεις πολύ σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι (Φαιστός – Αγ. Τριάδα – Κομός) όπου θα ανατεθεί τώρα μελέτη αρχαιολογικού πάρκου μεγάλης έκτασης, περιοχή διπλής Νατούρα (Sci και Spa) με εκτεταμένη περιοχή οωτοκίας της χελώνας Καρέτα Καρέτα, πολύ μεγάλη συγκέντρωση συμβατικών και θερμοκηπιακών καλλιεργειών και ζώνη αναδασμού με φράγμα (Φανερωμένης) για την άρδευσή τους και αλιευτικά πεδία. Την ίδια στιγμή που σχεδιαζόταν το έργο αυτό, στην απέναντι πλευρά του κόλπου σχεδιαζόταν σύνθετη τουριστική επένδυση!
Στη δεύτερη περίπτωση, του νέου αεροδρομίου, μια πραγματική ανάγκη, αυτή της επίλυσης προβλημάτων, κυρίως ρύπανσης και ασφάλειας, από τη λειτουργία του αεροδρομίου Ηρακλείου, γίνεται πρόσχημα για τη χωροθέτηση νέου αεροδρομίου σε μια παραγωγική πεδιάδα, όπου θα ξερριζωθούν 150.000 ελαιόδενδρα για να δημιουργηθούν υποδομές που θα εξυπηρετήσουν τον υπερδιπλασιασμό της τουριστικής κίνησης της Κρήτης. Κι αυτό τη στιγμή που καμιά μελέτη δεν υποστηρίζει, αντίθετα όλες θεωρούν προβληματικό, το πρότυπο του μαζικού τουρισμού, όπως η Μελέτη Τουριστικής Ανάπτυξης της Περιφέρειας Κρήτης του ΕΟΤ (2003) και το Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης του Ελληνικού Τουρισμού 2004-2010. Στο τελευταίο διαπιστώνεται επίσημα η ολιγοψωνιακή διάθρωση τουριστικής ζήτησης με λίγους tour-operator με συνέπεια τις ισχυρές πιέσεις για χαμηλές τιμές. Κι ενώ τα τοπικά ΜΜΕ –και όχι μόνο τώρα με την κρίση- αναφέρονται διαρκώς σε τουριστικές επιχειρήσεις που κλείνουν και στη δραματική κατάσταση που υπάρχει στις εργασιακές σχέσεις. Όσο για την χρήση τοπικών προϊόντων από τις τουριστικές επιχειρήσεις, αυτό έχει πια γίνει ανέκδοτο!
Εντυπωσιακή είναι η σιωπή γύρω από καίρια προβλήματα από την δημιουργία του νέου αεροδρομίου, όπως η εσωτερική μετανάστευση που θα προκληθεί προς την πόλη του Ηρακλείου, οι παρενέργειες στο τοπικό εμπορικό από τη δημιουργία στο χώρο του αεροδρομίου εμπορικού κέντρου στο πρότυπο των Σπάτων, αλλά και στις ίδιες τις τουριστικές επιχειρήσεις, σε περίπτωση που αυξηθεί η τουριστική κίνηση, πράγμα που, από την άλλη μεριά, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμβεί. Τελευταία, οι διαρροές για τις απαιτήσεις των κολοσσών που διεκδικούν την κατασκευή του αναδεικνύουν τον κίνδυνο μονοπώλησης του τουριστικού προϊόντος της Κρήτης, αλλά και της «αξιοποίησης» του υπάρχοντος αεροδρομίου ως «φιλέτου» που και πολλοί άλλοι ονειρεύονται!
Όλα τα παραπάνω θέτουν επί τάπητος το πολιτικό ζήτημα του σχεδιασμού. Θα επιχειρήσω λοιπόν να διατυπώσω μια ερμηνεία για την ευκολία με την οποία το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της παγκοσμιοποίησης έρχεται και «δένει» με το παραδοσιακό πρότυπο ανάπτυξης στη χώρα μας.
Στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες έχει αποθεωθεί η λογική της άρνησης του κράτους να εφαρμόσει περιοριστικές ρυθμίσεις για το δομημένο χώρο και το φυσικό περιβάλλον. Αυτό σχετίζεται καθοριστικά με ένα κοινωνικό συμβόλαιο που βασίζεται στην αποδοχή της έλλειψης ενός κράτους – θεματοφύλακα των κοινών και του δημόσιου συμφέροντος, με αντάλλαγμα την ελευθερία ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας χωρίς κανένα περιορισμό που θα προέκυπτε από σχεδιασμό οποιασδήποτε κλίμακας. Αυτό ισχύει είτε για τον μεμονωμένο οικιστή είτε για τη μεγάλη επένδυση, με αποτέλεσμα την άναρχη οικιστική ανάπτυξη. Η αναρχία αυτή έχει ως αποτέλεσμα δραματικές ελλείψεις σε δημόσιους χώρους και μη αναστρέψιμες καταστροφές ιστορικών κέντρων και πυρήνων οικισμών στο δομημένο περιβάλλον και ακτών, τοπίων και κάθε είδους ευαίσθητων οικοσυστημάτων στο φυσικό περιβάλλον, δηλαδή στους κοινούς, συλλογικούς πόρους.
Σήμερα μένει κανείς άναυδος όταν βλέπει το πολιτικό σύστημα να παίρνει πίσω με τον πιο προκλητικό τρόπο το μοναδικό «αντιστάθμισμα» που έδωσε στους πολίτες έναντι της έλλειψης της ασφάλειας ενός κοινωνικού κράτους για πάσα χρήση και όχι μόνο ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους, διατηρώντας ωστόσο τους όρους του συμβολαίου αυτού, ακόμα πιο προκλητικά, για τα επιχειρηματικά συμφέροντα, εθνικής και διεθνούς κλίμακας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα έδωσε η αντιπαράθεση για τα «ιερά» τέσσερα στρέμματα στο νομοσχέδιο για τη βιοποικιλότητα, που βέβαια δεν προστατεύει τις περιοχές του Δικτύου Νατούρα για ότι ήθελε προκύψει σε ιδιοκτησίες μεγαλύτερες των δέκα στρεμμάτων. Το μόνο που δεν υπάρχει περίπτωση να προκύψει είναι ένα πρότυπο διατήρησης και ενίσχυσης των παραδοσιακών δραστηριοτήτων, ενώ είναι βέβαιο ότι θα επιχειρηθούν οργανωμένες «νόμιμες» κατατμήσεις.
Τα τελευταία χρόνια η κυρίαρχη τάση που εμφανίζεται, τόσο στο χώρο της πολιτικής όσο και στον ακαδημαϊκό χώρο, σε ότι αφορά στα πολεοδομικά και περιβαλλοντικά ζητήματα είναι μια τάση παράδοσης στις επιταγές της παγκοσμιοποίησης. Παράλληλα εμφανίζεται και μια τάση ανακάλυψης υποτιθέμενων νεωτερισμών, όπως η προστασία του περιβάλλοντος ή του τοπίου (φυσικού και αστικού) ή μια «βιωσιμότητα» που καταλήγει τελικά να νοείται αποκλειστικά οικονομική. Στην πραγματικότητα αυτές οι έννοιες είχαν διατυπωθεί από την αρχή του 20ου αιώνα στην Ευρώπη, όπου υπάρχουν και εφαρμογές, αλλά και στη χώρα μας. Η δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα ήταν πλούσια σε παραγωγή όχι μόνο ιδεών αλλά και μελετών ρύθμισης του χώρου, που η μεταπολιτευτική περίοδος αγνόησε με αποτέλεσμα να μη θεσμοθετηθούν, επιτρέποντας στο ελληνικό αναπτυξιακό πρότυπο να βασιστεί στην κερδοσκοπία στη γη.
Αντ΄αυτού, η εφαρμογή των ρυμοτομικών σχεδίων του μεσοπολέμου και των πρώτων δεκαετιών μετά τον πόλεμο οδήγησε σε ανυπολόγιστες καταστροφές στην αρχιτεκτονική και τον πολεοδομικό ιστό των ιστορικών κέντρων των ελληνικών πόλεων που συνέχισαν να επεκτείνονται άμορφα χωρίς υποδομές. Όχημα ανάπτυξης του τουρισμού και της παραθεριστικής κατοικίας αποτέλεσαν, εκτός από την εκτός σχεδίου δόμηση, οι οικισμοί που οριοθετήθηκαν μόλις πριν από 25 χρόνια χωρίς να πολεοδομηθούν, ακόμα και σε κρίσιμες παράκτιες περιοχές. Έτσι σήμερα, πόλεις, οικισμοί, εκτός σχεδίου νόμιμη και αυθαίρετη δόμηση έχουν δημιουργήσει ένα συνοθύλευμα που χρειάζεται πολλαπλάσιους πόρους για να αποσυμφορηθεί και να αποκτήσει τις απαραίτητες υποδομές.
Η απέχθεια του πολιτικού συτήματος για τον όποιο σχεδιασμό εκφράστηκε με τον πιο οδυνηρό τρόπο στο χωροταξικό σχεδιασμό. Ο Χωροταξικός Νόμος Ν. 360/76 δεν εφαρμόστηκε ποτέ! Στο νέο Χωροταξικό νόμο, Ν. 2742/1999, η πολιτική της «μη δέσμευσης» ανακατεύτηκε «δημιουργικά» με ακαδημαϊκές απόψεις για το χαρακτήρα του Χωροταξικού Σχεδιασμού κι έτσι προέκυψε ότι τα Χωροταξικά Σχέδια δεν θα καθορίζουν χρήσεις γης, αλλά θα παρέχουν κατευθύνσεις στον Πολεοδομικό Σχεδιασμό που θα τις καθορίζει. Η άποψη αυτή που σε μια άλλη χώρα ή κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσε να έχει νόημα, στη χώρα μας «αξιοποιείται» έτσι ώστε ο κατευθυντήριος χαρακτήρας να θεωρείται μη δεσμευτικός! Στην Ελλάδα αποκτήσαμε για πρώτη φορά Χωροταξικό Σχεδιασμό το 2003, όταν εγκρίθηκαν τα Χωροταξικά Πλαίσια όλων των Περιφερειών της χώρας, εκτός της Αττικής. Παρόλα αυτά κάθε μέρα διαβάζουμε στις εφημερίδες ότι δεν υπάρχει Χωροταξικός Σχεδιασμός ή ότι χρειάζεται αναθεώρηση!
Από τη στιγμή που ο Χωροταξικός Σχεδιασμός έγινε πραγματικότητα και ανεξάρτητα από τις όποιες ελλείψεις του άρχισαν και οι «πονηριές», έτσι ώστε να εναρμονιστεί με τις τρέχουσες επιταγές της οικονομίας. Ο κ. Σουφλιάς αποτύπωσε διαμορφωμένες καταστάσεις αντί για προοπτικές, προσπάθησε να υπερβεί αυθαίρετα τα Περιφερειακά Χωροταξικά που είχαν αρχίσει να γίνονται ενοχλητικά, προσπάθησε να υπερβεί οριζόντια κανονιστική νομοθεσία και δημιούργησε μια χαοτική κατάσταση και μεγάλη ύλη για τα δικαστήρια! Η κ. Μπιρμπίλη επεκτείνοντας τις οριζόντιες νομοθετικές ρυθμίσεις κυρίως με το νόμο για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας τροποποίησε προς το χειρότερο το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ, ακυρώνοντας αυτή καθαυτή την ουσία και του Γενικού Πολεοδομικού και του Χωροταξικού Σχεδιασμού και αποδεικνύοντας ότι ένα υπουργείο Περιβάλλοντος δεν αρκεί για να προστατευθεί το περιβάλλον! Το τοπίο που διαμορφώνεται σηματοδοτεί μια νέα επέλαση με επίκεντρο την ενδοχώρα, ανάλογη με αυτή που έζησε η χώρα από τη δεκαετία του ’70 στις παραλιακές περιοχές με την άναρχη εξάπλωση του τουρισμού.
Τα χειρότερα νέα όμως είναι η ολική επαναφορά του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό με τις Σύνθετες Επενδύσεις και τα γήπεδα γκολφ και η υπενθύμιση ότι η πρώτη απόπειρα θεσμοθέτησης τουριστικής κατοικίας σε τουριστικές επενδύσεις έγινε από το ΠΑΣΟΚ το 2003. Παράλληλα έχουν προκηρυχθεί μελέτες αναθεώρησης για όλα τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια. Με τις μελέτες αυτές θα επιχειρηθεί να εδραιωθεί η κυβερνητική πολιτική, μέσω της εναρμόνισης των Περιφερειακών Πλαισίων με τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια. Έτσι, θα διαμορφωθεί ένα πολύ δυσμενές τοπίο με σκοπό να νομιμοποιηθούν προοπτικά, εκτός των ρυθμίσεων των Ειδικών Πλαισίων για τον Τουρισμό, τις ΑΠΕ και τη Βιομηχανία και οι σχεδιασμοί fast track επενδύσεων και «αξιοποίησης» της δημόσιας περιουσίας και να αδρανοποιηθεί το ΣτΕ ή τουλάχιστον κάποια από τα επιχειρήματά του που σχετίζονται με το σχεδιασμό.
Εισήγηση στην εκδήλωση – συζήτηση: «Κρίση, μνημόνιο και περιβάλλον: τάσεις, αντιστάσεις, εναλλακτικές»,
Διοργάνωση: Συνασπισμός/Τμήμα Περβάλλοντος και Οικολογίας
Αθήνα, 5 Μαίου 2011
http://www.syn.gr/gr/keimeno.php?id=22917
[1] http://www.ecocrete.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=1693&Itemid=0
[2] http://www.ecocrete.gr/index.php?option=content&task=view&id=1526
[3] http://www.ecocrete.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=1810&Itemid=85
[4] http://www.ecocrete.gr/index.php?option=com_content&task=category§ionid=6&id=276&Itemid=32
[5] http://www.ecocrete.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3453&Itemid=0