Χωροταξικός Σχεδιασμός

20140318_Horotaxikos_ShediasmosΑντικείμενο της Χωροταξίας

Η πολιτική για το χωροταξικό σχεδιασμό, είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη[1] και ασκείται μέσω του Ν. 2742/1999, «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη και άλλες διατάξεις». Ο νόμος αυτός αντικατέστησε τον προηγούμενο χωροταξικό Ν. 360/1976, ο οποίος δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το πολιτικό μας σύστημα δεν ήθελε ούτε να δεσμευτεί ούτε και να δεσμεύσει τις λεγόμενες «ευκαιρίες». Οι δεσμεύσεις βάζουν όρια στη μικροπολιτική αλλά και στη νεοφιλελεύθερη πολιτική και τη σταδιακά γενικευμένη εφαρμογή της, που κορυφώνεται σήμερα με τις μνημονιακές πολιτικές.

Η τακτική όμως αποφυγής του χωροταξικού σχεδιασμού, κάποια στιγμή άρχισε να δημιουργεί προβλήματα. Όχι μόνο γιατί η πολιτική του «όλα επιτρέπονται παντού» οδηγεί σε αδιέξοδο όλες τις δραστηριότητες που στοιβάζονται φύρδην μίγδην κι αυτό δε βολεύει τελικά κανένα. Όχι μόνο γιατί η συσσώρευση χρήσεων που αλληλοσυγκρούονται απαιτεί πολλαπλάσια έργα υποδομής και πολύ μεγάλες δαπάνες. Αλλά και γιατί από τη δεκαετία του ’90 το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε αρχίσει να παίρνει απορριπτικές αποφάσεις, μετά από προσφυγές πολιτών για διάφορα έργα, με το αιτιολογικό ότι αυτά δεν μπορούν να γίνουν αποσπασματικά χωρίς να είναι ενταγμένα σε Χωροταξικό Σχεδιασμό.

Έτσι, Χωροταξικό Σχεδιασμό αποκτήσαμε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 2003, όταν εγκρίθηκαν και δημοσιεύτηκαν σε ΦΕΚ τα Χωροταξικά Πλαίσια όλων των Περιφερειών της χώρας, εκτός της Αττικής.

Τα προηγούμενα χρόνια αλλά ακόμα και σήμερα, η χωροταξία κατηγορήθηκε και κατηγορείται ότι αποτελεί αποκλειστικά τεχνοκρατικό εργαλείο εφαρμογής της πολιτικής που κάθε φορά ασκείται. Αυτό σε μεγάλο βαθμό αληθεύει, αλλά το να μην ασχολούμαστε μ’ αυτήν ισοδυναμεί με το να μην ασχολούμαστε και με τη γενική πολιτική που ασκείται και να μην παλεύουμε για μια διαφορετική πολιτική.

Η χωροταξία κατηγορείται και για το ότι «είναι στον κόσμο της», δεν σχετίζεται με την ανάπτυξη και μάλιστα την αντιστρατεύεται. Αυτό είναι μόνο πρόσχημα για την αποφυγή άσκησης χωροταξίας.

Στην πραγματικότητα η χωροταξία είναι εξ’ ορισμού συνδεδεμένη τόσο με τον αναπτυξιακό προγραμματισμό, όσο και με την διοικητική οργάνωση του χώρου, επομένως και την αυτοδιοίκηση. Παράλληλα, δεν μπορεί παρά να ενσωματώνει την περιβαλλοντική προστασία. Η προστασία αυτή υποβαθμίζεται δραματικά – εν τέλει χάνεται- αν αποτελεί παράλληλη παράμετρο μετριασμού επιπτώσεων σε μια μη φιλοπεριβαλλοντική χωροταξία.

Παρ’ όλα αυτά, ο αναπτυξιακός προγραμματισμός, ακολουθεί επί δεκαετίες ένα μοναχικό παράλληλο δρόμο, στηριζόμενος αποκλειστικά στις προτεραιότητες των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και υλοποιώντας αυτές τις προτεραιότητες χωρίς να γίνεται καν προσπάθεια εξειδίκευσής τους στα χαρακτηριστικά και τις προτεραιότητες της χώρας μας, πόσο μάλλον στις ανάγκες της κοινωνίας.

Η διοικητική οργάνωση της χώρας, ακολουθεί επίσης τις δικές της μεταβολές, χωρίς καμιά σύνδεση με το χωροταξικό σχεδιασμό, ακόμα και όταν αυτός υπάρχει.

Η χωροταξία ή «μη χωροταξία» που ασκείται, μαζί με στοχευμένες φωτογραφικές ρυθμίσεις, απεικονίζει ακριβώς τις πολύ μεγάλες αντιφάσεις που δεν μπορούν να λυθούν στα πλαίσια μιας αντίληψης απόλυτης κυριαρχίας της αγοράς με εκτεταμένης κλίμακας «απελευθερώσεις» και απορρυθμίσεις, με παράλληλη απόρριψη κάθε ιδέας σχεδιασμένης οικονομίας. Γι αυτό το λόγο δεν μπορεί εύκολα να υποσχεθεί κανείς μια «καλή χωροταξία», αν δεν εξασφαλίσει τους όρους άσκησης μιας διαφορετικής πολιτικής, προσανατολισμένης σε ρυθμίσεις που θα εξασφαλίζουν τα συμφέροντα της κοινωνίας και θα προστατεύουν το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους.

Εν τέλει, η «άλλη» χωροταξία δεν μπορεί παρά να αντιστοιχηθεί με τους όρους της παραγωγικής ανασυγκρότησης και να τους εκφράσει, όποιοι θα είναι αυτοί, ανάλογα με το ποιός θα τους καθορίσει.

Στο μεταξύ δεν πρέπει να μένει κανείς αδρανής, αλλά κατ’ ελάχιστον, να είναι σε θέση να αναγνωρίζει το πως επηρεάζεται ο χωροταξικός σχεδιασμός από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και τα success story, να αποκαλύπτει και να αποκρούει τους σχεδιασμούς αυτούς και παράληλα να επιδιώκει να συμπεριληφθούν στο χωροταξικό σχεδιασμό τουλάχιστον τα αυτονόητα.

  1. Χαρακτήρας του χωροταξικού Ν. 2742/1999

Ο Ν. 2742/1999 είναι προσανατολισμένος στο στρατηγικό χωροταξικό σχεδιασμό.

Τα χωροταξικά παρέχουν κατευθύνσεις, αναφέρονται σε προτεραιότητες και δεν καθορίζουν χρήσεις γης.

Κατά την ψήφισή του, η πολιτική της «μη δέσμευσης» ανακατεύτηκε «δημιουργικά» με ακαδημαϊκές απόψεις για το χαρακτήρα που πρέπει να έχει ο Χωροταξικός Σχεδιασμός κι έτσι προέκυψε ότι τα Χωροταξικά Σχέδια δεν θα καθορίζουν χρήσεις γης, αλλά θα παρέχουν κατευθύνσεις στον Πολεοδομικό Σχεδιασμό που καθορίζει τις χρήσεις γης.

Προφανώς οι κατευθύνσεις των Χωροταξικών Σχεδίων είναι δεσμευτικές. Παρ’ όλα αυτά μπορούν να γίνουν –και συνήθως γίνονται- λάστιχο, όπως λάστιχο γίνεται και η ίδια η έννοια της ευελιξίας. Ευελιξία για το πολιτικό μας σύστημα σημαίνει δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να αναιρούνται οι κανόνες που έχουν τεθεί, με το ένα ή με το άλλο πρόσχημα. Γιαυτό, αν και ο Χωροταξικός και ο Πολεοδομικός Σχεδιασμός μελετάται σε βάθος χρόνου, συνήθως για 15 – 30 χρόνια, κανείς δεν αναφέρεται σ’ αυτό, αλλά όλοι περιμένουν εναγωνίως την αναθεώρησή τους, δυνατότητα –και όχι υποχρέωση- που δίνει η νομοθεσία στην 5ετία μετά από την έγκρισή τους.

Στα Χωροταξικά Σχέδια, κείμενα και χάρτες, θα έπρεπε να αποτυπώνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτά που πρέπει να γίνουν στο μέλλον, έτσι όπως προκύπτουν από ακαδημαϊκή θεώρηση, έτσι όπως οι πολιτικοί και οι ακαδημαϊκοί τα λένε συνήθως στα συνέδρια, αλλά κι έτσι όπως συμπεριλαμβάνονται σε επίσημα κείμενα και Διεθνείς Συμβάσεις που η χώρα έχει συνυπογράψει.

Εν τέλει όμως, τα σχέδια που εγκρίνονται στη χώρα μας αποτυπώνουν μια μίξη –και πολλές αντιφάσεις- από μελλοντικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από ευρωπαϊκές και διεθνείς δεσμεύσεις, -επιστημονικές και πολιτικές- αλλά και ήδη προαποφασισμένα έργα, έτσι ώστε αυτά να αποκτούν πολιτική νομιμοποίηση και να είναι θωρακισμένα απέναντι σε μελλοντικές προσφυγές.

  1. Στρατηγικός πολεοδομικός σχεδιασμός – Καθορισμός χρήσεων γης

Ο καθορισμός των χρήσεων γης γίνεται με εφαρμογή του Ν. 2508/1997.[2]

Ο Ν. 2508/1997 έχει σαφή χωροταξική και όχι μόνο πολεοδομική διάσταση, αφορά δηλαδή τόσο στο επίπεδο του στρατηγικού πολεοδομικού σχεδιασμού, όσο και στο επίπεδο του πολεοδομικού σχεδιασμού. Ως προς το επίπεδο του στρατηγικού πολεοδομικού σχεδιασμού, ρυθμίζει όλα τα θέματα των οικιστικών περιοχών -πολεοδομημένων ή προς πολεοδόμηση- αλλά και τα των περιοχών της υπαίθρου.

Σύμφωνα με το Ν. 2508/1997, εκπονούνται και εγκρίνονται με κοινές προδιαγραφές[3] Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ) και Σχέδια Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ)[4], που περιλαμβάνουν χωρικά τη συνολική έκταση αρμοδιότητας των ΟΤΑ α’ βαθμού.

Η σχέση των δύο νόμων καθορίζεται τόσο από το Ν. 2742/1999 (άρθρ. 9, παρ. 1) όπου αναφέρεται ότι τα ΓΠΣ – ΣΧΟΟΑΠ «οφείλουν να εναρμονίζονται προς τις επιλογές ή κατευθύνσεις των εγκεκριμένων Περιφερειακών Πλαισίων και αν αυτά ελλείπουν προς τις επιλογές ή κατευθύνσεις του εγκεκριμένου Γενικού και των εγκεκριμένων Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης», όσο και από το Ν. 2508/1997 (άρθρο 1, παρ. 2) όπου αναφέρεται «Η οικιστική οργάνωση και ο πολεοδομικός σχεδιασμός εναρμονίζονται με τις αρχές και κατευθύνσεις του αναπτυξιακού προγραμματισμού και του χωροταξικού σχεδιασμού, που συγκεκριμενοποιούνται με τα χωροταξικά σχέδια των περιφερειών, των νομών και τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, όπως και με τα αντιστοίχου επιπέδου αναπτυξιακά προγράμματα».

Από τα παραπάνω προκύπτει προφανώς ότι η επιλογή του νομοθέτη και στις δύο περιπτώσεις είναι ο στρατηγικός πολεοδομικός σχεδιασμός να εναρμονίζεται με το πιο κοντινό σε χώρο και κλίμακα χωροταξικό σχέδιο, το Περιφερειακό Πλαίσιο, που ταυτόχρονα είναι και το πιο εξειδικευμένο.

  1. Χωροταξικά Πλαίσια

Τα βασικά εργαλεία εφαρμογής του χωροταξικού νόμου είναι:

α. το Γενικό Χωροταξικό Πλαίσιο,

β. τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια (τομεακά),

γ. τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια

α.Το Γενικό Πλαίσιο εγκρίθηκε στις12 Ιουνίου 2008, (ΦΕΚ 128 Α) «…Το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης αποτελεί τη βάση αναφοράς για το συντονισμό και την εναρμόνιση των επί μέρους πολιτικών, προγραμμάτων και επενδυτικών σχεδίων του Κράτους, των δημόσιων νομικών προσώπων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη συνοχή και ανάπτυξη του εθνικού χώρου».[5]Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει η ερμηνεία της διοίκησης ότι ο Χωροταξικός Σχεδιασμός δεσμεύει μόνο το δημόσιο τομέα και όχι τον ιδιωτικό. Όμοια διατύπωση υπάρχει και για τα Περιφερειακά Πλαίσια.[6] Αυτό είναι εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα και απαντά στους υποκριτικούς θρήνους για το γιατί ο χωροταξικός σχεδιασμός δεν εφαρμόζεται, αλλά και στις απόπειρες που γίνονται -το είδαμε έντονα στα Ειδικά Χωροταξικά του Σουφλιά- να εφαρμοστεί απ’ ευθείας, για να μην εμποδίζεται η κάθε φορά πιο επίκαιρη και κεντρικά εκπορευόμενη πολιτική και το επενδυτικό ενδιαφέρον που προκύπτει απ’ αυτήν.β. Ειδικά Πλαίσια έχουν εγκριθεί για διάφορες τομεακές πολιτικές, μεταξύ των οποίων το Ειδικό Πλαίσιο για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, το 2008 (ΦΕΚ 2464 Β), το Ειδικό Πλαίσιο για τη Βιομηχανία, το 2009 (ΦΕΚ 151 ΑΑΠ) το Ειδικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό το 2009 (ΦΕΚ 1138 Β). Δεν προκαλεί εντύπωση, αλλά εξηγείται η παράλειψη έγκρισης Ειδικού Πλαισίου για θέματα που δεν αποτελούν προτεραιότητες πολιτικής, όπως για τον πρωτογενή τομέα, ή ζητήματα κρίσιμου ενδιαφέροντος, όπως το πολυσυζητημένο θέμα των ακτών ή και του ορεινού χώρου.Τα Ειδικά Πλαίσια διέπονται από μαξιμαλιστικές τομεακές λογικές, που απεικονίζουν την απουσία συντονισμού μεταξύ των υπουργείων. Η έλλειψη αυτή επιτείνεται στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής όπου υπερισχύει ο πιο ισχυρός εκτοπίζοντας τους υπόλοιπους, είτε πρόκειται για συγκρούσεις μεταξύ εταιρειών, είτε πρόκειται για συγκρούσεις μεταξύ τομέων της οικονομίας.Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα Ειδικά Πλαίσια για τον Τουρισμό και την ενέργεια, τομείς για τους οποίους υπάρχει πολιτική προτεραιότητα. Τα αντίστοιχα Ειδικά Πλαίσια όχι μόνο δεν «μοιράζονται» το χώρο μεταξύ τους αλλά αντίθετα οι ρυθμίσεις του καθενός απ΄αυτά εκτείνονται στο σύνολο της επικράτειας, με μοναδικό όριο την καθορισμένη -από το Ειδικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ- απόσταση χωροθέτησης μονάδων ΑΠΕ από τουριστικές περιοχές.Έτσι τα Ειδικά Πλαίσια, όχι μόνο δεν επιλύουν ζητήματα συμβατότας χρήσεων γης, αλλά αντίθετα οξύνουν δραματικά τις συγκρούσεις χρήσεων γης, όχι μόνο δεν εξασφαλίζουν προστιθέμενη αξία στις επενδύσεις αλλά αντίθετα τις αφήνουν εκτεθειμένες ακόμα και σε κινδύνους ακύρωσής τους, συχνά μάλιστα ακυρώνουν πρακτικά και τις δημόσιες και κοινοτικές επιδοτήσεις από τις οποίες ωφελήθηκαν! Για τους παραπάνω λόγους, αλλά και επειδή το κύριο χαρακτηριστικό της Χωροταξίας είναι η συνεκτίμηση παραγόντων και η παραγωγή σύνθεσης, τα Ειδικά Πλαίσια δεν συμβάλλουν, αλλά κατακερματίζουν και ακυρώνουν το ρόλο της χωροταξίας. Θα μπορούσαν μόνο να υπάρχουν και να λειτουργούν ως υποστηρικτικές εξειδικευμένες μελέτες, για τη σύνταξη Χωροταξικών Πλααισίων, Γενικού και Περιφερειακών. Για τους ίδιους λόγους δεν είναι καθόλου σκόπιμο να ζητάει κανείς ή να προτείνει Ειδικά Περιφερειακά Πλαίσια για τομεακά θέματα, που μόνο σύγχυση δημιουργούν και περιπλέκουν τα πράγματα. Το αντικείμενο αυτό καλύπτεται από τα Περιφερειακά Πλαίσια και εξειδικεύεται από τα ΓΠΣ – ΣΧΟΟΑΠ.

γ. Περιφερειακά Πλαίσια εγκρίθηκαν το 2003 για όλες τις Περιφέρειες της χώρας, εκτός της Αττικής. Αν τη στιγμή της έγκρισής τους υπήρχαν εγκεκριμένα Γενικό και Ειδικά πλαίσια, τα Περιφερειακά Πλαίσια θα έπρεπε να τα εξειδικεύσουν στο χώρο τους. Αυτό ζητείται τώρα να κάνουν, μέσω της διαδικασίας αναθεώρησής τους.

«…Τα Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης εναρμονίζονται με τις κατευθύνσεις του Γενικού και των Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης και εξειδικεύουν και συμπληρώνουν τις βασικές προτεραιότητες και επιλογές τους με στόχο τον καλύτερο συντονισμό των διαδικασιών χωροταξικού σχεδιασμού και επιλογών χωρικής ανάπτυξης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Επιδιώκουν παράλληλα την, σύμφωνα με τις φυσικές, οικονομικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες κάθε περιφέρειας, προώθηση της αειφόρου, ισόρροπης και διαρκούς ανάπτυξης της. Για την κατάρτισή τους λαμβάνονται υπόψη το περιφερειακό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, τα προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης, καθώς και άλλα γενικά ή ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη διάρθρωση και ανάπτυξη του χώρου της περιφέρειας.»[7]

Ωστόσο, ο Ν. 2742/1999 προέβλεψε τη δυνατότητα, κατά την πρώτη εφαρμογή του, να μπορούν να εγκριθούν απευθείας Περιφερειακά Πλαίσια, χωρίς να προηγηθεί έγκριση του Εθνικού Πλαισίου και αυτό εφαρμόστηκε το 2003.

Η τότε κυβέρνηση απέφυγε να εγκρίνει Εθνικό Πλαίσιο, παρά το γεγονός ότι είχε εκπονηθεί με συμμετοχή πολλών ΑΕΙ της χώρας.

Στη συνέχεια, όταν επί Σουφλιά, εγκρίθηκαν Εθνικό και Ειδικά Πλαίσια, δημιουργήθηκε νέος κύκλος απαξίωσης του ισχύοντος -μέσα από τα Περιφερειακά Πλαίσια- χωροταξικού σχεδιασμού, αφού δημιουργήθηκε σκόπιμη σύγχυση για το αν αυτά υπερισχύουν, αφ’ ενός ιεραρχικά και αφ’ ετέρου ως νεώτερα νομοθετήματα.

Στην πραγματικότητα τα Ειδικά Πλαίσια προβλέπουν -στις ίδιες τις ρυθμίσεις που περιλαμβάνουν στις δημοσιευμένς στα ΦΕΚ αποφάσεις έγκρισής τους- την μελλοντική νόμιμη διαδικασία αναθεώρησης των Περιφερειακών Πλαισίων –αυτή που γίνεται τώρα-, αλλά παράλληλα περιέχουν παραπλανητικές ρυθμίσεις που προσπαθούν να επιβάλλουν την απευθείας εφαρμογή τους. Αυτό εμφανίζεται ιδιαίτερα στο Ειδικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ.

Ακόμα χειρότερα, περιέχουν κανονιστικές ρυθμίσεις που φαίνεται να τροποποιούν υφιστάμενους νόμους και προεδρικά διατάγματα, σε μια προσπάθεια υπέρβασης του ίδιου τον κατευθυντήριου ρόλου των χωροταξικών πλαισίων, έτσι όπως ορίζεται από το χωροταξικό νόμο, αλλά και την πάγια ιεραρχία των νομικών εργαλείων, όπου μια υπουργική απόφαση –όπως είναι οι αποφάσεις έγκρισης των Πλαισίων- δεν μπορεί να τροποποιήσει νόμους και διατάγματα!

  1. Η μνημονιακή πολιτική για τη Χωροταξία

Ενώ για όλους τους παραπάνω λόγους η σύγχυση καλά κρατεί και μαζί η πεποίθηση ότι χωροταξικός σχεδιασμός δεν υπάρχει, οι μνημονιακές κυβερνήσεις προχωρούν ένα βήμα παραπέρα, στο όνομα της «πάταξης της γραφειοκρατίας», «της άρσης των εμποδίων για την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη» και βέβαια πάντα μέσα στα πλαίσια του διαχρονικού success story, που σε πείσμα των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας και της χώρας, επιμένει ότι η λύση είναι οι «μεγάλες επενδύσεις» του διεθνούς και χρηματιστηριακού κεφαλαίου, όπου επιχειρείται να συγκεντρωθεί κάθε πρωτοβουλία και δραστηριότητα σε λίγους.

Αυτό γίνεται με δύο τρόπους:

α) με την «ιδιωτικοποίηση» της χωροταξίας και

β) με τη μεταρρύθμιση του Χωροταξικού και Πολεοδομικού σχεδιασμού,

που συνιστούν επιχείρηση γενικευμένης εφαρμογής του «πειράματος» των Ολυμπιακών Έργων, όταν -με διάφορα προσχήματα- εγκρίθηκαν κατά κόρον «χωροθετήσεις» και πολεοδομικές ρυθμίσεις από τη Βουλή. Αυτό έγινε επειδή οι νόμοι δεν περνούν από Συνταγματικό έλεγχο κι έτσι δεν ελέγχονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως γίνεται με τα Προεδρικά Διατάγματα.

α) ιδιωτική χωροταξία

Ιδιωτική χωροταξία είναι η δυνατότητα που δόθηκε με τον Εφαρμοστικό Νόμο του Μεσοπρόθεσμου 2012-2015 (Ν. 3986/2011) να εγκρίνονται με Προεδρικά Διατάγματα, Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (ΕΣΧΑΔΑ). Τα ΕΣΧΑΔΑ μπορούν να τροποποιούν εγκεκριμένα Ρυθμιστικά Σχέδια, ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ΖΟΕ και άλλα σχέδια χρήσεων γης σε περίπτωση που αυτά προβλέπουν διαφορετικές χρήσεις γης απ’ αυτές που εξυπηρετούν τους ενδιαφερόμενους επενδυτές, καθορίζοντας χρήσεις γης ακόμα και σε δασικές, προστατευταίες περιοχές, αιγιαλούς κλπ.

Η δυνατότητα αυτή υποκατάστασης του δημόσιου σχεδιασμού, που δόθηκε αρχικά για την «αξιοποίηση» Δημοσίων ακινήτων, που διαχειρίζεται το ΤΑΙΠΕΔ, επεκτάθηκε με επόμενους νόμους, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Κρήτης, αλλά και και σε ιδιωτικά ακίνητα. Ειδικά ο Ν. 4146/2013, που τροποποιεί το νόμο για την ταχεία αδειδότηση (φαστ τρακ) –που ούτως ή άλλως παρείχε ειδικά προνόμια στις «στρατηγικές επενδύσεις»-, επιτρέπει Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ), καθορίζοντας ότι ισχύουν γι αυτά οι ρυθμίσεις του Εφαρμοστικού νόμου του Μεσοπρόθεσμου, όπως ισχύουν και για τα ΕΣΧΑΔΑ.

Πρακτικά τα ΕΣΧΑΔΑ και ΕΣΧΑΣΕ μπορούν να αυτοχωροθετούνται προνομιακά και ανεξάρτητα από τα ισχύοντα για κάθε άλλον πολίτη, ως ιδιωτικά τοπικά χωροταξικά σχέδια, καταργώντας κάθε έννοια δημόσιου χωροταξικού σχεδιασμού, αλλά και την έννοια της πρόληψης.

β) μεταρρύθμιση του Χωροταξικού και Πολεοδομικού σχεδιασμού

Η μεταρρύθμιση που εδώ κι ένα χρόνο το ΥΠΕΚΑ επαγγέλεται, αφορά στην περαιτέρω ελαστικοποίηση του χωροταξικού σχεδιασμού και ιδιαίτερα του στρατηγικού πολεοδομικού σχεδιασμού με προοπτική να πάψουν και τα ΓΠΣ – ΣΧΟΟΑΠ να καθορίζουν χρήσεις γης. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμα σχετικό σχέδιο νόμου, οι κατευθύνσεις υπάρχουν σε επίσημο έγγραφο του ΥΠΕΚΑ (Δεκεμβρίου 2012).

Η μεταρρύθμιση αφορά σε μεγάλο βαθμό τα τοπικά θέματα και την Αυτοδιοίκηση γιατί τόσο από το παραπάνω έγγραφο του ΥΠΕΚΑ, όσο και από    συνεκτίμηση άλλων νομοθετημάτων και της τρέχουσας πολιτικής, προκύπτει ότι στο εγγύς μέλλον θα υπάρχουν μόνο σχέδια κατευθυντήριου χαρακτήρα και θα γίνονται επί μέρους τοπικά χωροταξικά σχέδια και πολεοδομικά σχέδια, με βάση το ενδιαφέρον για χωροθέτηση τόσο οργανωμένης δόμησης για κατοικία, όσο και για άλλες χρήσεις όπως τουρισμό, εμπορικά κέντρα κλπ. και βέβαια με βάση τους συσχετισμούς και τις πιέσεις που θα ασκούνται κάθε φορά και για κάθε θέμα.

Η προσπάθεια που γίνεται είναι, οι συσχετισμοί αυτοί, οι πιέσεις αλλά και η διαπλοκή που ανέκαθεν περνούσαν και μέσα από την αυτοδιοίκηση, να φανεί ότι «περνούν» στη δικαιοδοσία και ευθύνη της αυτοδιοίκησης, αφού όμως προηγουμένως θα έχουν διασφαλιστεί κεντρικά οι όροι, όχι πλέον μόνο πολιτικά, αλλά και σε νομοθετικό επίπεδο.

  1. Η σημασία της γης και της γαιοπροσόδου στη σημερινή συγκυρία

Απ’ ότι φαίνεται ζούμε και θα ζήσουμε ακόμα πιο έντονα, μια νέα φάση υφαρπαγής της γης και συσσώρευσης κερδών από τις αξίες γης (γαιοπρόσοδο) σε συγκεκριμένες περιοχές, με παράλληλη υποβάθμιση των αξιών γης των περιοχών εκτός επενδυτικού ενδιαφέροντος και φυσικά υποβάθμιση της αξίας ή και απώλεια της ιδιωτικής μικρής και μεσαίας περιουσίας, όλων των παραγωγικών κοινωνικών ομάδων. Στη διαδικασία αυτή συντελεί η έλλειψη Κτηματολογίου και Δασολογίου.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ειδικά η Κρητική ύπαιθρος έμεινε έξω από όλους τους διαγωνισμούς για το Κτηματολόγιο που έγιναν τα τελευταία χρόνια. Ούτε είναι τυχαίο ότι, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν οι σχετικές χωροταξικές ρυθμίσεις, κάποιες σχετικές μελέτες αλλά και οι ειδικοί οικονομικοί πόροι της Ε.Ε. για τις περιοχές Νατούρα, στην Κρήτη δεν εγκρίθηκε καμιά Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη και δεν συστάθηκε κανένας Φορέας Διαχείρισης για καμιά από τις περιοχές αυτές.

Τα παραπάνω σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με την επέλαση των έργων ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας, που η νομοθεσία επιτρέπει από το 2001 να εγκαθίστανται σε δασικές περιοχές, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερο ιδιοκτησιακό καθεστώς στην Κρήτη, αλλά και την έλλειψη ρυθμίσεων για τα βοσκοτόπια και τις κτηνοτροφικές ζώνες. Ο προσανατολισμός αυτός έρχεται να συμπληρώσει τις προτεραιότητες για τις σύνθετες τουριστικές επενδύσεις (τουρισμός – παραθεριστική κατοικία) και να αξιοποιηθεί από τη νέα «μεγάλη ιδέα» της εξόρυξης υδρογονανθράκων, που θα επηρεάσει δραματικά τη νότια Κρήτη, δημιουργώντας ειδικές ζώνες υποστήριξης των εξορυκτικών δραστηριοτήτων, είτε ζώνες εγκατάστασης των εργαζομένων σ’ αυτές.

Αντιγράφω εδώ, ένα μέρος από το άρθρο του Κωστή Χατζημιχάλη[8], «Γιατί η Τρόικα ενδιαφέρεται για τη γη και τα ακίνητα;/ Η υφαρπαγή γης και ακινήτων στην Ελλάδα των Μνημονίων»[9], επειδή σχετίζεται τόσο με τη χωροταξία, όσο και με συγκεκριμένα έργα που αφορούν στην Περιφέρεια Κρήτης και μας απασχολούν.    (Σ.Σ. καλό θα είναι να διαβαστεί ολόκληρο το άρθρο).

«Αλλά γιατί έχουν σήμερα τόση σημασία η γη και τα ακίνητα για την Τρόικα; Πέρα από την προφανή απάντηση κάλυψης του δημόσιου χρέους υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, δυο ακόμη γενικότερες συνθήκες. Η πρώτη αφορά τις διεθνείς τάσεις και η δεύτερη τις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Ας τις δούμε σύντομα.

Η παγκόσμια σκηνή: κερδοσκοπικές επενδύσεις σε γη και ακίνητα

Στην Ελλάδα, η συγκυρία της κρίσης και το ειδικό καθεστώς των Μνημονίων συμπίπτει, δυστυχώς, με τη νέα παγκόσμια τάση επενδύσεων κερδοσκοπικών κεφαλαίων στη γη και σε ακίνητα. Από στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας αλλά και προοδευτικών πρωτοβουλιών όπως το Land Deal Politics Initiative (www.iss.nl/Ldpi), προκύπτει ότι μετά το 2007 κεφάλαια κάθε είδους (ιδιωτικά, κρατικά, hedge funds, venture capital) εισέρχονται μαζικά στην αγορά γης και στο real estate, αναζητώντας εκτάσεις, εμπορικά ακίνητα και προνομιακές θέσεις για υψηλών προδιαγραφών κατοικίες που μελλοντικά θα είναι σπάνιες, δηλαδή αναζητώντας μονοπωλιακή γαιοπρόσοδο. Ενώ παλαιότερα οι σίγουρες επενδύσεις ήταν σε μετοχές κερδοφόρων μεγάλων βιομηχανιών, σήμερα αναζητούν καταφύγιο στη γη και στα ακίνητα. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, στο διάστημα 2007-2012 (δεν υπάρχουν πιο πρόσφατα στοιχεία) από το σύνολο των παγκόσμιων επενδύσεων κεφαλαίων λίγο πάνω από τις μισές κατευθύνονται στη γη και σε ακίνητα. Στη γη κατευθύνονται σε περιοχές όπως η Αφρική, η Λατινική Αμερική αλλά και η Ευρώπη, κυρίως στις πρώην χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στον τομέα των ακίνητων οι επενδύσεις κατευθύνονται σε ώριμες αγορές, π.χ. Λονδίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη και στις λεγόμενες αναδυόμενες, όπως οι πόλεις των Εμιράτων του Περσικού Κόλπου, οι παράκτιες πόλεις της Κίνας, οι μεγαλουπόλεις της Ινδίας και της Λατινικής Αμερικής. Οι περισσότερες χώρες-στόχοι είναι διψασμένες για επενδύσεις κάθε είδους, και η γη τους ήταν ένας αναξιοποίητος πόρος εδώ και δεκαετίες. Σε αυτό συμβάλλουν πέντε σύγχρονες παγκόσμιες τάσεις.

Πρώτον, η εκτιμωμένη παγκόσμια διατροφική ανασφάλεια και η άνοδος των τιμών των τροφίμων που έχει προκαλέσει εκτεταμένες επενδύσεις σε μεγάλες εκτάσεις για μελλοντική παραγωγή τροφής.

Δεύτερον, η παγκόσμια ενεργειακή ανασφάλεια και η αναζήτηση σπάνιων μεταλλευμάτων που έχει οδηγήσει από τη μια πλευρά σε εξορυκτική φρενίτιδα σε στεριά και θάλασσα, και από την άλλη στην αναζήτηση μεγάλων εκτάσεων για εγκατάσταση ΑΠΕ (ανεμογεννητριών και ηλιακών συλλεκτών) κοντά σε μεγάλους καταναλωτές, καθώς και εκτάσεων για καλλιέργεια βιοκαύσιμων, διαδικασίες γνωστές και ως «πράσινη υφαρπαγή» (green grabbing).

Τρίτον, η αναζήτηση μεγάλων εκτάσεων για ειδικού τύπου mega-projects, όπως αναπτυξιακοί διάδρομοι κάθε είδους, από τρένα μεγάλης ταχύτητας μέχρι αγωγούς πετρελαίου, νέα μεγάλα λιμάνια για κοντέινερ, εκτάσεις για ειδικές οικονομικές ζώνες και φυσικά μεγάλης κλίμακας real estate στις πόλεις. Στην κατηγορία αυτή μπορεί να ενταχθεί και η δημιουργία μεγάλων, ολοκληρωμένων τουριστικών μονάδων με παραθεριστικό real estate, γκολφ.

Η τέταρτη εξέλιξη, που αποτελεί την προϋπόθεση για να κινητοποιηθούν οι προηγούμενες τάσεις, είναι η δημιουργία νέων χρηματοπιστωτικών εργαλείων από τις επενδυτικές τράπεζες, ικανών να περιορίζουν το ρίσκο των επενδύσεων.

Τέλος, οι αναδυόμενες παγκόσμιες ρυθμίσεις, κανόνες και κίνητρα που παρέχονται από τη διεθνή κοινότητα (κυρίως την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ), για να προβαίνουν οι κερδοσκόποι σε παρόμοιες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε γη, δεδομένων των μεγάλων διαφορών στα καθεστώτα ιδιοκτησίας και φορολογίας της γης.»

Ελληνικές ιδιαιτερότητες: ποιοτικά χαρακτηριστικά, ένταξη στην ΕΕ, μεγάλη κρατική ιδιοκτησία και Μνημόνια

Αν τα παραπάνω σας φαίνονται οικεία, είναι γιατί τα έχουμε δει να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας – κι αυτό μας οδηγεί στις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Από τις Σκουριές της Χαλκιδικής, την ΑΟΖ σε Ιόνιο και Αιγαίο και το αεροδρόμιο του Ελληνικού μέχρι τη Στοά Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη, τη Μονή Τοπλού στη Σητεία, τους αγωγούς φυσικού αερίου, τα εκατοντάδες φωτοβολταϊκά πάρκα σε όλη την Ελλάδα και τις ανεμογεννήτριες στα νησιά – όλα αυτά είναι μερικές ενδείξεις της εφαρμογής των παγκόσμιων τάσεων, οι οποίες διευκολύνονται, αν όχι επιβάλλονται, από το ειδικό καθεστώς των Μνημονίων. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν οι τεράστιες εκτάσεις που διαθέτουν άλλες περιοχές και το ενδιαφέρον για την υφαρπαγή της γης και των ακινήτων οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους.

Πρώτον, στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της γης και των ακινήτων. Το σύνολο της ελληνικής επικράτειας αποτελεί μια οιονεί μονοπωλιακή θέση ως προς τα γεωπολιτικά δεδομένα και τη φυσική εγγύτητα στις ευρωπαϊκές αγορές· άρα, ο κάτοχος ή εκείνος που την ελέγχει απολαμβάνει ένα είδος μονοπωλιακής γαιοπροσόδου. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης και ακινήτων στην Ελλάδα είναι το κράτος, οι δήμοι, η Εκκλησία και τα μοναστήρια: αυτοί θα αποτελέσουν τους πρώτους στόχους της υφαρπαγής. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο στρατός με μεγάλες ιδιοκτησίες, οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ κλπ) και τα ΝΠΔΔ (πανεπιστήμια, νοσοκομεία). Μια απλή ανάγνωση του εφαρμοστικού νόμου και η διεθνής εμπειρία τιτλοποίησης γης και ακινήτων που θα εφαρμόσει το ΤΑΙΠΕΔ, φτάνει για να καταλάβουμε τι μας περιμένει.

Αυτοί είναι οι λόγοι που θέλουν οι Κινέζοι τα λιμάνια και τα αεροδρόμια· Ρώσοι και Τσετσένοι τους αναπτυξιακούς διαδρόμους για να περάσουν οι αγωγοί πετρελαίου και υγραερίου· Ισπανοί, Δανοί και Γερμανοί μεγάλες εκτάσεις για την εγκατάσταση πάρκων με ΑΠΕ για παραγωγή ηλεκτρισμού και μεταφορά του στη Μεσευρώπη· Γάλλοι, Ολλανδοί και Γερμανοί παραγωγική γη για ειδικές βιολογικές καλλιέργειες· Καναδοί, Ρώσοι και άλλα διεθνή κονσόρτια διεκδικούν το υπέδαφος, κυρίως για χρυσό και φυσικό αέριο· και, τέλος, επενδυτές κάθε είδους και εθνικότητας (ανάμεσα τους και ελληνικές τράπεζες και ιδιώτες) ενδιαφέρονται για εμπορικά και «ειδικού σκοπού» ακίνητα…».

Όλα τα παραπάνω αποτυπώνονται στο ΣΕΣ –το νέο ΕΣΠΑ- που υιοθετεί και προάγει, -όπως το ίδιο διατείνεται- τις προτάσεις της μελέτης Mac Kinsey, του ΣΕΒ και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, “Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά»[10] που αποτελεί τη δική τους οπτική για την παραγωγική ανασυγκρότηση, της μελέτης του ΙΟΒΕ και άλλων σχετικών μελετών, αποτυπώνονται σε όλα τα μνημονιακά νομοθετήματα, στο τροποιημένο Ειδικό Χωροταξικό του Τουρισμού και αναμένεται να αποτυπωθούν – θα δούμε σε ποιό βαθμό- στην απόφαση έγκρισης του αναθεωρημένου Περιφερειακού Πλαισίου της Κρήτης και βέβαια όλων των Περιφερειών της χώρας.

Οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών θα είναι πολύ μεγάλες στο χώρο.

Νέες περιοχές θα αστικοποιηθούν, οι αστικοποιημένες περιοχές θα υποβαθμιστούν λόγω της αδυναμίας εκτέλεσης έργων αναβάθμισής τους, σε κάποιες περιοχές θα δούμε να εξελίσσεται το φαινόμενο του «εξευγενισμού», δηλαδή εκδίωξη παλιών χρήσεων και χρηστών, μέσω αναπλάσεων.

Στην ύπαιθρο θα ενταθεί η συγκέντρωση καλλιεργούμενων εκτάσεων μέσω αγοραπωλησιών αλλά και κατασχέσεων αλλά και η αλλαγή χρήσης στην αγροτική γη και τα βοσκοτόπια, είτε για οργανωμένη παραθεριστική κατοικία, είτε για μεγάλα έργα υποδομής, είτε για έργα ενέργειας.

Οι εξελίξεις αυτές δεν αποκλείεται να οδηγήσουν σε κτηματομεσιτικές φούσκες, όπως ήδη έχει συμβεί σε πολλές άλλες χώρες (Ισπανία, Ιρλανδία, Κίνα[11]) όπου υπάρχουν εκτεταμένες περιοχές οργανωμένης δόμησης που δεν λειτούργησαν εξ αιτίας της έλλειψης ζήτησης.

Επίλογος

Κωδικοποιώντας τα κύρια θέματα που έχουν ήδη τεθεί:

Η μνημονιακή πολιτική επιτείνει δραματικά τις διαχρονικά ασκούμενες πολιτικές και επικεντρώνεται στην συσσώρευση, μέσω της υφαρπαγής της γης.

Το κρίσιμο αυτό ζήτημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από κανένα χωροταξικό σχέδιο, όσο καλά κι αν αυτό συνδυάσει και συνδέσει τις δραστηριότητες στο χώρο, παρά μόνο να συνδράμει, παρέχοντας συγκεκριμένα μοντέλα που θα βασίζονται στην τοπική κλίμακα και σε ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα αναδεικνύουν μια διαφορετική αντίληψη για την ανάπτυξη. Όμως αυτό δε φτάνει, αν δεν υποστηρικτεί από μια πολιτική που θα παράξει το αντίστοιχο υποστηρικτικό νομικό πλαίσιο για όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες. Παράλληλα είναι αναγκάιο χωροταξικός, αναπτυξιακός σχεδιασμός και διοικητική οργάνωση να λειτουργήσουν συμπληρωματικά με γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας και την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων.

Η «άλλη» χωροταξία δεν μπορεί παρά να αντιστοιχηθεί με τους όρους της παραγωγικής ανασυγκρότησης και να τους εκφράσει, όποιοι θα είναι αυτοί, ανάλογα με το ποιός θα τους καθορίσει.

Στο μεταξύ είναι αναγκαίο -κατ’ ελάχιστον- να αναγνωρίζει κανείς το πως επηρεάζεται ο χωροταξικός σχεδιασμός από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και τα success story, να αποκαλύπτει και να αποκρούει τους σχεδιασμούς αυτούς και παράληλα να επιδιώκει να συμπεριληφθούν στο χωροταξικό σχεδιασμό τουλάχιστον τα αυτονόητα.

Γενικά, κυριαρχεί μιας κεντρική αντίληψη για την ανάπτυξη, εις βάρος της περιφερειακής ανάπτυξης, νοούμενη σε όλα τα επίπεδα, παγκόσμιο, ευρωπαϊκό, εθνικό, και βέβαια νοούμενη ως ενδογενή ανάπτυξη, με βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και την ανάδειξη της ταυτότητας των τόπων.

Επικρατεί -αποκλειστικά πια- η κυριαρχία του οικονομικού παράγοντα, έναντι του περιβαλλοντικού και του κοινωνικού –ανεξάρτητα από την κρίση, που χρησιμοποιείται ως πρόσχημα- και η καθοριστική πρωτοκαθεδρία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, με το οποίο συντονίζονται τα «αναπτυξιακά» υπουργεία και φορείς όπως το ΤΑΙΠΕΔ, η Invest in Greece, κλπ.

Η σύνδεση του αναπτυξιακού με το χωροταξικό σχεδιασμό, γίνεται με υποταγή του χωροταξικού σχεδιασμού στον αναπτυξιακό. Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός καθορίζεται από τα αντικείμενα και τους στόχους της νέας προγραμματικής περιόδου (ΣΕΣ) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εθνικής πολιτικής, που θα οδηγούσε σε αξιοποίηση πόρων μέσω εξειδίκευσης των στόχων στα χαρακτηριστικά της χώρας και τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και πλήρη απουσία εθνικής πολιτικής με προσανατολισμό στην κοινωνία και το περιβάλλον. Επισημαίνεται ο κεντρικός σχεδιασμός, όχι μόνο από τα κεντρικά υπουργεία αλλά και από υπερεθνικά κέντρα λήψης αποφάσεων, ο προσχηματικός και εκβιαστικός χαρακτήρας της κοινωνικής διαβούλευσης και η διαχρονικά συντηρούμενη αδιαφάνεια, λόγω έλλειψης βάσεων δεδομένων εύκολα προσβάσιμων από όλους που να δεσμεύουν όλους, έλλειψης Κτηματολογίου και Δασολογίου, απαξίωσης του θεσμού των μελετών και κυρίως των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) και Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (ΣΜΠΕ), που καταλήγουν να αποτελούν διαβατήρια για εφαρμογή μόνο προειλημμένων αποφάσεων και στοχεύσεων.Οι τομεακές πολιτικές προτεραιότητας, που προκύπτουν από τον αναπτυξιακό σχεδιασμό, αποτυπώνονται στο χωροταξικό σχέδιασμό –κυρίως στα Ειδικά Πλαίσια- με μαξιμαλιστικό τρόπο και νεοφιλελεύθερη λογική, με αποτέλεσμα –εκτόςάλλων- να οδηγούν σε όξυνση των συγκρούσεων χρήσεων γης.Κεντρικά χαρακτηριστικά της χωροταξίας είναι το βλέμμα στο μέλλον (πρόληψη), αλλά και η ολιστική προσέγγιση που αφορά σε όλες παραμέτρους της εργασίας και ποιότηας ζωής. Στα πλαίσια αυτά χρειάζεται ένα Εθνικό Πλαίσιο και Περιφερεικά Πλαίσια που θα το εξειδικεύουν και που θα περιλαμβάνουν όλες τις δραστηριότητες και την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. Για να υπάρξει τέτοιος σχεδιασμός χρειάζεται δημοκρατία, που να θέτει σε απόλυτη προτεραιότητα το δημόσιο συμφέρον και την προστασία των κοινών αγαθών. Αυτό δεν μπορεί να προκύψει μέσα από την «εταιρική διακυβέρνηση», δηλαδή ως ισορροπία μεταξύ των «τριών πυλώνων», -κράτος, επιχειρήσεις, κοινωνία- γιατί η κοινωνία δεν έχει τα μέσα να ανταπεξέλθει, μέσα που διαθέτουν τόσο το κράτος όσο και η αγορά. Αυτό ισχύει για ακόμα περισσότερους λόγους, σε χώρες όπως η δική μας, όπου τα διαχρονικά χαρακτηριστικά της εξάρτησης εντείνονται στη σημερινή συγκυρία, λόγω διεθνών τάσεων και λόγω κρίσης.

 

Ηράκλειο, 18 Μαρτίου 2014

 

[1] «H χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης» άρθρο 24 παρ.2 του Συντάγματος

[2] Ν. 2508/1997 (ΦΕΚ Α 124), «Βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώρας και άλλες διατάξεις».

[3] Υ.Α. 9572/1845 ΦΕΚ Δ 209 2000 (ΦΕΚ Α 124), «Βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώρας και άλλες διατάξεις».

[4] Ως ανοικτή πόλη νοείται σύνολο γειτονικών οικισμών του μη αστικού χώρου, καθένας από τους οποίους έχει πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους, σύμφωνα με την εκάστοτε τελευταία απογραφή (άρθρο 5 παρ. 1, Ν. 2508/1997)

[5] Άρθρο 6, παρ. 1 του Ν. 2742/1999

[6] Άρθρο 8, παρ. 2, εδάφιο 2 του Ν. 2742/1999

[7] Επισημαίνεται ότι υπάρχει διαχρονικά μιας ατέρμονη αντιπαράθεση για το ποιός προηγείται, ο αναπτυξιακός ή ο χωροταξικός σχεδιασμός και ποιός «λαμβάνει υπόψη» και σε ποιό βαθμό, τον άλλο.

[8] Καθηγητή Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

[9] http://enthemata.wordpress.com/2013/09/29/kostisx/

[10] http://www.sev.org.gr/Uploads/pdf/Greece_10_Years_Ahead_Executive_summary_Greek_version_small.pdf

[11] http://windentertainments.com/chinas-crazy-abandoned-cities