Οι εξελίξεις στους σχεδιασμούς για την ενέργεια

Διανύουμε μια κρίσιμη περίοδο όπου η συντριπτική πλειοψηφία των  πολιτικών δυνάμεων της χώρας προωθούν την πολιτική της εξόρυξης υδρογονανθράκων και της μετατροπής της χώρας σε ενεργειακό κόμβο ενώ παράλληλα ανταγωνίζονται για το ποιος υπηρετεί καλύτερα την «πράσινη ανάπτυξη» με πρόσχημα την «κλιματική κρίση».

Για την εξόρυξη υδρογονανθράκων δε θα πω πολλά. Το ίδιο το γεγονός ότι το 1/3 της χώρας έχει δεσμευτεί γι αυτή τη δραστηριότητα τα λέει όλα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα όποια προϊόντα προκύψουν από τις εξορύξεις, σύμφωνα με τις συμβάσεις που υπογράφονται, δεν θα καλύψουν ενεργειακές ανάγκες της χώρας και ούτε θα μειώσουν την ενεργειακή της εξάρτηση. Οι κίνδυνοι όμως, περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και γεωπολιτικοί είναι αδιαμφισβήτητοι.

Η ηλεκτροπαραγωγή κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο, λόγω των μεγάλων αλλαγών που έχουν συμβεί εξαιτίας της απελευθέρωσης αγοράς ενέργειας, αλλά και της αθρόας εγκατάστασης μονάδων ΑΠΕ, αν και αφορά μόνο στο 1/3 της κατανάλωσης ενέργειας. Αυτή τη στιγμή στη χώρα μας, στην ηλεκτροπαραγωγή δεν χρησιμοποιείται πετρέλαιο παρά μόνο στα νησιά, όπου έχουν δρομολογηθεί έργα διασυνδέσεων με το εθνικό Σύστημα. Ήδη όμως στην Κρήτη προγραμματίζεται η υποκατάσταση του πετρελαίου με φυσικό αέριο.

Η χρήση του φυσικού αερίου ως «μεταβατικού καυσίμου» επεκτείνεται, όχι μόνο για να υποστηρίξει απ’ ευθείας χρήσεις, βιομηχανικές και οικιακές, αλλά και για να υποστηρίξει την ηλεκτροπαραγωγή, που με τη σειρά της -σύμφωνα με ό, τι σχεδιάζεται- θα καλύψει ανάγκες που δεν κάλυπτε μέχρι σήμερα, όπως ανάγκες θέρμανσης (με αντλίες θερμότητας), μεταφοράς (με ηλεκτρικά αυτοκίνητα) κλπ.
Τόσο το φυσικό αέριο όσο και οι ΑΠΕ αποτέλεσαν βασικά εργαλεία για την επιβολή της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας. Όλες οι μονάδες φυσικού αερίου και ΑΠΕ που εγκαταστάθηκαν μετά από το 1990 στη χώρα μας είναι ιδιωτικές.

Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα και το εγχείρημα δημιουργίας περιφερειακής αγοράς ενέργειας στα Βαλκάνια στα πλαίσια της απελευθέρωσης αγοράς ενέργειας, σηματοδοτούν μια νέα φάση εγκατάστασης νέων μονάδων παραγωγής ενέργειας φυσικού αερίου και μονάδων ΑΠΕ υπερδιπλάσιων των ήδη εγκατεστημένων.

Η εμπορευματοποίηση της ενέργειας αφήνει εκτεθειμένη την κοινωνία στην ενεργειακή φτώχεια, ενώ παράλληλα, την υποβάλλει σε ένα νέο κύμα καταναλωτισμού, με τη δημιουργία μιας νέας αγοράς που παράγει διαρκώς «οικολογικά» προϊόντα καταργώντας τα αμέσως προηγούμενα με αστραπιαίες ταχύτητες, στις οποίες λίγοι μπορούν να ανταποκριθούν.

Ο σχεδιασμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η πολιτική της Ε.Ε. όπως διατυπώνεται στην από 28.11.2018 ανακοίνωσή της με θέμα «Καθαρός πλανήτης για όλους» [1] αναφέρεται σε «κλιματικά ουδέτερη οικονομία» με «ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα». Δεν αναφέρεται σε απάλειψη των εκπομπών αερίων ρύπων μόνο από εγκατάσταση και χρήση ΑΠΕ, όπως επαγγέλλονται μεγάλες ΜΚΟ και ΜΜΕ, δημιουργώντας εντυπώσεις που υπερβαίνουν στοιχειώδεις όρους σοβαρής συζήτησης, τόσο για τα «οράματα» όσο και για τις «ρεαλιστικές λύσεις».
Η πολιτική της «κλιματικά ουδέτερη οικονομίας» επιτρέπει στις κυρίαρχες χώρες της Ε.Ε. να διαμορφώνουν το ενεργειακό τους μείγμα ανάλογα με τα συμφέροντά τους, που δεν αποκλείουν καμιά μορφή εφαρμογής στην παραγωγή ενέργειας – συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής-  με βάση την αρχή της «τεχνολογικής ουδετερότητας».

Η από 28.11.28 ανακοίνωση της Ε.Ε., ισχυρίζεται ότι εισάγει ένα στρατηγικό όραμα που δεν έχει σκοπό να θέσει ποσοτικούς στόχους για το 2030 (σελ. 4). Ο ισχυρισμός αυτός όμως είναι παραπλανητικός τουλάχιστον σε ότι αφορά στις χώρες της περιφέρειας, ειδικά αν λάβει κανείς υπ’ όψη το ανελαστικό πλαίσιο του Κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018 που ακολουθεί την ανακοίνωση. [2]  Η δημοκρατία έχει εξαντληθεί στην προπαρασκευαστική διαδικασία του Κανονισμού αλλά ισχύει πολύ λιγότερο στην εφαρμογή του.

Στη χώρα μας η πλήρης παραίτηση των κυβερνήσεών μας από ανάληψη πρωτοβουλιών σε αυτόνομο σχεδιασμό –και όχι μόνο στα θέματα της ενέργειας- έχει οδηγήσει σε απόλυτη εξάρτηση από τον κεντρικό σχεδιασμό της Ενεργειακής Ένωσης και βέβαια τις σχετικές χρηματοδοτήσεις και μάλιστα με ένα εξαιρετικά μηχανιστικό τρόπο.

Οι αβεβαιότητες ενός εξαρτημένου ενεργειακού σχεδιασμού

Εδώ και πολλά χρόνια, ακόμα και πριν από την κρίση, στη χώρα μας δεν παράγεται πολιτική αλλά μόνο τεχνοκρατικές διαχειριστικές επεξεργασίες σε όλο και πιο στενούς κύκλους «ειδικών», που επικαλούμενοι την επιστήμη και την τεχνολογία αποκλείουν σταδιακά όλους αυτούς που παραδοσιακά συμμετείχαν αλλά και λογοδοτούσαν.  Οι επεξεργασίες αυτές εναρμονίζονται με τα πορίσματα της Εσπερίας, όπως αυτά προκύπτουν από τον εκάστοτε συσχετισμό συμφερόντων ισχυρών κρατών και μονοπωλιακών ομίλων και λόμπι.

Αναρωτιέται κανείς σε τι έχουν ωφελήσει οι επενδύσεις μισού αιώνα –με την ευρεία έννοια και όχι μόνο την οικονομική- σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, σε ανθρώπινο δυναμικό, όταν δεν παράγονται όχι μόνο πραγματικά ριζοσπαστικές προτάσεις που να συνάδουν με την ταυτότητα της χώρας μας, αλλά ούτε καν καταλληλότερες και συμφερότερες προτάσεις στα πλαίσια της πολιτικής της Ε.Ε., που να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες που προκύπτουν από την ταυτότητα αυτή.  

Προτεραιότητα παραμένει το κυνήγι των «επενδύσεων» που συχνά οδηγεί στο να αδειοδοτούνται έργα πριν καν διαμορφωθεί το θεσμικό πλαίσιο αδειοδότησής τους.
Αυτός είναι και σε μεγάλο βαθμό ο λόγος καθυστέρησης υλοποίησης των έργων και όχι η γραφειοκρατία όπως πολιτικοί και ΜΜΕ κατά κόρον ισχυρίζονται.
Εξ άλλου, οι εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων που παρέχονται χωρίς να είναι ολοκληρωμένο το συνολικό θεσμικό πλαίσιο αδειοδότησης, αποτελούν αυτές καθ’ αυτές παράγοντα κερδοφορίας των εταιρειών που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.

Σήμερα για παράδειγμα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ εξαρτάται από τις διασυνοριακές διασυνδέσεις και από την αποθήκευση ενέργειας.
Ωστόσο ο Διαχειριστής του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), περιμένει τον ευρωπαϊκό διαχειριστή των ηλεκτρικών δικτύων (ENTSO-E) για να διαμορφώσει τις προτεραιότητές του. Όπως προκύπτει από το Δεκαετές Πρόγραμμά του: «Στα πλαίσια αυτά και σε συνεργασία με τον ENTSO-E, ο ΑΔΜΗΕ παρακολουθεί στενά τις ενεργειακές εξελίξεις στην Ν.Α. Ευρώπη, ώστε να προκρίνει τις περισσότερες νέες διασυνδέσεις (από τεχνική και οικονομική σκοπιά), με απώτερο στόχο να συμβάλει στην ολοκλήρωση της ενιαίας Ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.» [3]

Εν τω μεταξύ συνεργάζεται στην αδειοδότηση νέων μονάδων ΑΠΕ την ίδια στιγμή που επισημαίνει ότι: «Στο σύνολο της χώρας έχουν εκδοθεί άδειες παραγωγής τριπλάσιας περίπου ισχύος από τη μέγιστη ζήτηση του Συστήματος. Είναι φανερό ότι ισχύς τέτοιας κλίμακας δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από το Σύστημα, ούτε όσον αφορά τη διακίνηση της ισχύος (είτε εντός της χώρας, είτε για εξαγωγές), ούτε όσον αφορά την ασφαλή και απρόσκοπτη απορρόφηση της παραγόμενης ενέργειας από σταθμούς ΑΠΕ. Παρά ταύτα, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο επιβάλλει στον ΑΔΜΗΕ να ανταποκριθεί στο σύνολο των αιτημάτων σύνδεσης που του υποβάλλονται.» [4]

Αντίστοιχα η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) αδειοδοτεί έργα αντλησιοταμίευσης ενώ δηλώνει ότι για το θέμα της αποθήκευσης ενέργειας: «έχει ξεκινήσει τη διερεύνηση, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, για τη διαμόρφωση νέου πλαισίου στήριξης… Παράλληλα, το σχήμα θα συζητηθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την έγκρισή του από άποψη κρατικών ενισχύσεων, αλλά και συμβατότητάς του με το Μοντέλο-Στόχο (Target Model).» [5]

«Ενεργειακή μετάβαση» με την οικονομία στο επίκεντρο

Στην από 28.11.2018 ανακοίνωσή της με θέμα «Καθαρός πλανήτης για όλους», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταρτίσουν Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα. Στην ανακοίνωση αυτή μπορεί να μη γίνεται αναφορά στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα του σχεδιασμού  για την ενέργεια, αναφέρονται όμως λεπτομερώς τα κέρδη από μια αναδιαρθρωμένη αγορά ενέργειας.

Για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η συμφωνία του Παρισιού «αποτελεί στοιχείο –κλειδί για τον εκσυγχρονισμό της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και οικονομίας» (σελ. 4).

Στην ανακοίνωση αναφέρεται: «Η επιδίωξη της ΕΕ να επιτύχει τους ποσοτικούς στόχους που έχει θέσει για το 2020 σχετικά με την ενέργεια και το κλίμα έχει ήδη δημιουργήσει νέους βιομηχανικούς κλάδους και νέες θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, καθώς και αυξημένη τεχνολογική καινοτομία, μειώνοντας το κόστος της τεχνολογίας». Αναφέρεται επίσης ότι από το 1990 έως το 2016 το ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε κατά 54 % (σελ. 5),  η δε μετάβαση που περιγράφεται έως το 2050 αφορά σε επενδύσεις «520-575 δισ. ευρώ ετησίως για να επιτευχθεί ο στόχος για μια οικονομία μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου» (σελ. 20). «Υπεύθυνες για τις περισσότερες από τις επενδύσεις αυτές θα είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά.» (σελ. 21). «Η οικονομία της ΕΕ αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί έως το 2050 σε σύγκριση με το 1990» και «οι πράσινες θέσεις εργασίας» υπολογίζονται σε 4 εκατομμύρια στην ΕΕ.» (σελ.24). 

Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δοθούν στοιχεία για το πώς κατανέμονται όλα αυτά ανά κράτος – μέλος αν και πάλι αυτό θα ήταν παραπλανητικό. Κι αυτό γιατί με τους δείκτες ανάπτυξης δεν αναδεικνύονται ούτε οι ανισότητες που προκαλούνται από την άσκηση μιας πολιτικής συσσώρευσης που ευνοεί όλο και περισσότερο ολιγοπωλιακές καταστάσεις, ούτε το περιβαλλοντικό και το κοινωνικό κόστος που συντελούν στην όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση κρατών της περιφέρειας από τα «ανεπτυγμένα» κράτη του κέντρου, αλλά και στην όξυνση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των κρατών του κέντρου.

Το αναγνωρίζει η ίδια η Ε.Ε. όταν λέει ότι «Οι προκλήσεις αυτές ενδέχεται να αυξήσουν τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες στην ΕΕ και να παρεμποδίσουν τις προσπάθειες απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές.» (σελ. 25).
Η παραδοχή που γίνεται για «κίνδυνο» εμφάνισης ενεργειακής φτώχειας (σελ. 25) και ανάγκη άσκησης κοινωνικής πολιτικής είναι ενδεικτική, αλλά όχι και αρκετή για να περιγράψει όλα τα παραπάνω, ειδικά για τη χώρα μας που έχει χάσει τα τελευταία χρόνια το 25% του ΑΕΠ της.

Ωστόσο αυτό που προέχει είναι: «να μπορέσει η ΕΕ να επωφεληθεί από τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας τόσο στο εσωτερικό της όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο» και προϋπόθεση αποτελούν «Οι ανοικτές αγορές, η παγκοσμιοποίηση και η πολυμερής προσέγγιση» (σελ. 27).

Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)

Σε τέτοιες συνθήκες η ελληνική κυβέρνηση καταρτίζει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα ως άμεση προτεραιότητα, στο ιλιγγιώδες ύψος των 43,8 δις ευρώ, δηλώνοντας ότι το Σχέδιο αυτό θα υπερβεί ακόμα και τους στόχους της Ε.Ε. και μάλιστα πριν από το 2030. Για να αντιληφθούμε το ποια θα είναι η συμβολή της χώρας μας στην καταπολέμηση της «κλιματικής κρίσης», που είναι το κυρίαρχο επιχείρημα για την πολιτική αυτή, να πούμε ότι η χώρα μας ευθύνεται για το 2,15% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της Ε.Ε. [6]

Είναι προφανές ότι το μοναδικό κριτήριο είναι η προτεραιότητα των  «επενδύσεων» και η βεβαιότητα ότι αυτές θα χρηματοδοτηθούν. Με ακόμα χειρότερους όρους από αυτούς που χρηματοδοτήθηκαν μέχρι σήμερα όλα τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, δηλαδή την επιστροφή του μεγαλύτερου ποσοστού των πόρων στην κεντρική Ευρώπη, αφού οι περισσότερες από τις «επενδύσεις» θα γίνουν από ιδιωτικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) έρχεται να επιτείνει την εξέλιξη μιας τεράστιας αναδιάρθρωσης της οικονομίας και την πιο βίαιη μεταβολή χρήσεων γης που έχει βιώσει η χώρα μέχρι σήμερα, που θα συρρικνώσει ακόμα περισσότερο τον πρωτογενή τομέα, θα απειλήσει τον τουρισμό και θα συγκεντρώσει άνεργο πληθυσμό στα αστικά κέντρα. Παράλληλα θα βλάψει δραματικά τη βιοποικιλότητα που είναι σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες και την Ε.Ε. το ίδιο σημαντική με την κλιματική αλλαγή.

Προβλέπονται:

  1. Τριπλασιασμός των ΑΠΕ, δηλ. 14.7 GW ΑΠΕ ( 7,0 GW Αιολικά και 7,7 GW Φωτοβολταϊκά) κόστους 9 δις. Σχολιάζεται στη διαβούλευση του ΕΣΕΚ ότι ένα τέτοιο υπέρκορο σε ΑΠΕ ποσοστό 225 % της μέσης ημερήσιας ωριαίας ζήτησης, δεν έχει δοκιμασθεί σε καμία χώρα του κόσμου.»
  2. Υποδομές ηλεκτρικού συστήματος, δηλαδή διασυνδέσεις, έργα ανάπτυξης δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, νέες θερμικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, κεντρικές μονάδες αποθήκευσης, δίκτυα και αποθήκευση φυσικού αερίου, για να υποστηρίξουν τους στόχους του τριπλασιασμού των ΑΠΕ, της εσπευσμένης απολιγνιτοποίησης και της απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας -εσωτερικά και στην Περιφερειακή αγορά των Βαλκανίων- κόστους άλλων 12,3 δις.
  3. Επενδύσεις σε διασυνοριακούς αγωγούς φυσικού αερίου και Διυλιστήρια 3,7 δις.
  4. Προγράμματα ενεργειακής απόδοσης, δηλαδή εξοικονόμησης ενέργειας, 11,0 δις. Αναρωτιούνται πολλοί πως θα επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος σε συνθήκες ύφεσης και φτωχοποίησης της κοινωνίας.
  5. Επενδύσεις για κλιματική αλλαγή-διαχείριση πλημμυρών-δάση 2,0 δις, για κυκλική οικονομία-ανακύκλωση 5,00 δις και για έρευνα και Καινοτομία 0,8 δις.
    Να ευχηθεί κανείς να πάψει η κυκλική οικονομία-ανακύκλωση να αποτελεί το πιο σύντομο ανέκδοτο, σε περίοδο που αν κάτι προωθείται αυτό είναι η ενεργειακή αξιοποίηση των απορριμμάτων.

Όλα αυτά αποφασίζονται μετά από δημόσια διαβούλευση εντελώς προσχηματική.
Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα ισχυρίζεται ότι: «Στο πλαίσιο του … εθνικού σχεδίου αναπτύχθηκε ειδική μεθοδολογική προσέγγιση με σκοπό την εκτίμηση των κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την υλοποίηση των μέτρων πολιτικής για την επίτευξη των εθνικών στόχων σε ποσοτικούς όρους». [7]  Ωστόσο οι μελέτες αυτές δεν περιλαμβάνονται στο ΕΣΕΚ  που δόθηκε στη δημοσιότητα.

Κατηγορηματικό όχι στο μοντέλο ανάπτυξης της ενέργειας

Ίσως όταν αποτιμηθεί σοβαρά όλη η ιστορική περίοδος που διανύουμε να απαντηθεί και το γιατί έγινε και συνεχίζει να είναι αποδεκτό ένα παραγωγικό μοντέλο, αυτό της αέναης οικονομικής μεγέθυνσης –που ονομάζεται ανάπτυξη- τόσο καταστροφικό για τον πλανήτη και την κοινωνία.

Το γιατί σήμερα οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις μοιράζονται σε δύο υποτιθέμενα αντίθετα μπλοκ, αυτό της γκρίζας και αυτό της πράσινης ανάπτυξης, το ίδιο καταστροφικά, αν και ίσως το δεύτερο πιο επικίνδυνο επειδή εμφανίζεται ως εναλλακτικό.

Το γιατί η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν αναχθεί σε αδιαμφισβήτητο πόλο παραγωγής αλήθειας, αφού γνωρίζουμε ότι η επιστήμη και η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερες και απαντούν τα ερωτήματα που τίθενται από το κυρίαρχο σύστημα. Και ενώ είναι βέβαιο ότι σε διαφορετικά ερωτήματα, που θα υπηρετούσαν άλλες προτεραιότητες, θα απαντούσαν με τελείως διαφορετικό τρόπο.

Το γιατί έχει μείνει μόνη της η κοινωνία και τα κινήματά της να παλεύουν τα αποτελέσματα μιας πολιτικής που διαλύει ό, τι έχει απομείνει ζωντανό και να αγωνίζονται να προσεγγίσουν τις αιτίες αλλά και τις πραγματικά εναλλακτικές λύσεις.

Σήμερα αν κοιτάξουμε τους ενεργειακούς χάρτες της χώρας μας, των εξορύξεων και των μονάδων της ηλεκτροπαραγωγής, όπου πρέπει να προσθέσουμε τις επεκτάσεις των δικτύων για τη σύνδεσή τους, αλλά και τους χώρους κατάληψης των υλοποιημένων και προγραμματιζόμενων ενεργειακών αγωγών, αντιλαμβανόμαστε την εικόνα μιας άλλης χώρας που καλείται να προσαρμόσει τη ζωή και την παραγωγή της στα «κενά» που μένουν ανάμεσα σε κατειλημμένες και εν δυνάμει υποβαθμισμένες περιοχές.
Αυτό είναι το τεράστιο τίμημα που καλείται να πληρώσει η κοινωνία προκειμένου να γίνει η χώρα «ενεργειακός κόμβος», ή πιο λαϊκά «μπαταρία της Ευρώπης».
Κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση. Η χειρότερη θα ήταν η εμπλοκή της χώρας σε θερμά επεισόδια, λόγω της «μετακίνησής» της πιο κοντά σε όσα συμβαίνουν στην Μέση Ανατολή.

Σε τέτοιες συνθήκες είναι αναγκαίο να υπερβούμε τα δήθεν ρεαλιστικά ερωτήματα του τύπου «αν πούμε σε όλα όχι πως θα έχουμε ενέργεια;» και το πλαστό δίλημμα ανάμεσα στην «πράσινη» και την «γκρίζα» ανάπτυξη, αφού είναι η ίδια η «ανάπτυξη» που οδηγεί σε ζοφερό μέλλον.

Είναι αλήθεια ότι η κυρίαρχη πολιτική πραγματικότητα έχει καταφέρει να ενοχοποιεί όποιον είναι αντίθετος στις εφαρμογές της πολιτικής της για τις ΑΠΕ, ταυτίζοντας την αντίθεση στις εφαρμογές αυτές με την αντίθεση στην ιδέα των ΑΠΕ.
Η ιδέα των ΑΠΕ όμως δεν περιλαμβάνει ούτε σχεδιασμούς με προτεραιότητα το κέρδος, ούτε απελευθέρωση αγοράς ενέργειας και τη σπατάλη που αυτή συνεπάγεται, ούτε αρπαγή γης, ούτε χαρτοφυλάκια μονοπωλιακών ομίλων να συμπεριλαμβάνουν όλες τις μορφές ενέργειας, ούτε εκβιασμούς «καθαρότητας» που φέρνουν στο προσκήνιο την πυρηνική ενέργεια.
Γι αυτό και η αντίθεση σε όλες αυτές τις παραμέτρους δεν μπορεί να οδηγεί σε υπεράσπιση ούτε επί μέρους τόπων, ούτε επί μέρους χωροθετήσεων.

Το όραμα των ΑΠΕ, που ποτέ μέχρι σήμερα δεν μελετήθηκε στα μέτρα πραγματικών αναγκών της κοινωνίας, με εξοικονόμηση πόρων και προστασία του περιβάλλοντος, θα παραμένει μακρινό όσο αποδεχόμαστε εφαρμογές που καταστρατηγούν το ίδιο το όραμα.

Πρέπει να πούμε ένα κατηγορηματικό όχι στο μοντέλο ανάπτυξης της ενέργειας συνολικά, επιμένοντας ότι η ενέργεια ανήκει στο χώρο των «κοινών αγαθών».

Η άρνηση της  εμπορευματοποίηση της ενέργειας και της αρπαγής φυσικών πόρων που αυτή συνεπάγεται, αποτελεί την αφετηρία για τη διατύπωση  μιας άλλης πρότασης που σε συνδυασμό με εξοικονόμηση ενέργειας και κοινωνικό έλεγχο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα ενεργειακό τοπίο με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά.

 

 

Ομιλία στην εκδήλωση του ΑΡΑΓΕΣ: «Αντιστάσεις και στρατηγικές στο νέο τοπίο της ενέργειας»

Αθήνα  6 Μαρτίου 2020

 

[1] Ανακοίνωση: “Καθαρός πλανήτης για όλους”

[2] Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

[3] Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης (ΔΠΑ) του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΜΗΕ) (2018 – 2027), ΦΕΚ Β/1570/08.05.2018 σελ. 17198

[4] ΦΕΚ Β/1570/08.05.2018 σελ. 17089

[5] https://energypress.gr/

[6] Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, 2015

[7] Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, σελ. 290